Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Κάποτε στο Μεξικό – Η επιστροφή (Μέρος 8ο & τελευταίο)



Αν μπορούσα να πω μια γνώμη γ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μου (αλλά και στα προηγούμενα) θα έλεγα ότι, ενάντια σ’ αυτό που μπορεί να πιστεύουμε, το ένα μέρος του Μεξικού, το «πάνω», είναι πιο «μπροστά» απ’ την Ελλάδα.
Αντικειμενικά αν το δεις, τέτοια ξενοδοχεία και υποδομές που έχει η παραλία της Βερακρούζ αλλά και που είδα στο Μέξικο Σίτυ ή το Κανκούν που πήγα, δεν έχει η Ελλάδα.
Αυτό μου είχε πει και ένας Έλληνας που ζούσε στην Οαχάκα και τον συνάντησα τυχαία το 2007. «Μου φαίνεται ότι εδώ το Κράτος είναι πιο οργανωμένο αλλά εδώ πληρώνεις για τα πάντα, ενώ στην Ελλάδα έχεις και κάποιες δωρεάν παροχές» ήταν επίσης τα λόγια του.
Με το «πάνω» μέρος εννοώ τη βιτρίνα, γιατί αν έφευγες απ’ την παραλία και έμπαινες παραμέσα στην πόλη, νομίζω ότι τα πράγματα είναι καλύτερα στην Ελλάδα. Αποκλείεται να βρεις εδώ κάποια τόσο παρακμιακά μπακάλικα ή τακερίες (γυράδικα έστω) που υπήρχαν εκεί.
Όσο για τα χωριά… Η κατάσταση είναι απείρως καλύτερη στα δικά μας.
Και όσον αφορά την περιώνυμη ασφάλεια, φαινόταν σαν να βρισκόμασταν σε μια οποιαδήποτε πόλη του κόσμου. Έτυχε να βγούμε μόνοι μας ο Χατζησοφιάς και εγώ χωρίς κάποιον ντόπιο να μας «καθοδηγεί» και ούτε στιγμή δεν αισθανθήκαμε κανενός είδους ανασφάλεια.
Και σας πληροφορώ ότι φαινόμασταν από ένα χιλιόμετρο μακριά ότι ήμασταν ξένοι.
Και ναι μεν κάποιος κίνδυνος δεν ήταν ορατός, αλλά ήταν και παραήταν ορατά τα οχήματα του στρατού που περιπολούσαν στην πόλη με ένα πολυβόλο και 3-4 στρατιώτες στην καρότσα τους. Και αυτό προφανώς κάτι σήμαινε.
Όπως μάθαμε, ο στρατός είχε αναλάβει τον τομέα της ασφάλειας γιατί η αστυνομία θεωρούνταν διεφθαρμένη.
Οφείλω πάντως να πω ότι ήταν ευγενέστατοι και μια φορά που ο Χατζησοφιάς τους χαιρέτησε του ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό, ενώ εγώ αντίθετα πάντα πίστευα ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις συνάντησης με εκπροσώπους της εξουσίας και, πολύ περισσότερο, με αμφίβολης ταυτότητας και προθέσεων άτομα, προτιμότερο είναι να αποφεύγεις να διασταυρώνεις μαζί τους το βλέμμα σου και προσποιούμουν πως κάτι έψαχνα ή έκανα.
Αν μου ζητήσετε τώρα να τα βάλω όλα σε μια ζυγαριά (έξοδα, κόπος αλλά και την χαρά που πήρα) θα σας πω ότι σαφώς και άξιζε να το κάνω. 100%.
Ξέρετε, για μένα αυτό το ταξίδι ήταν σαν μια επένδυση. Για το μέλλον.
Όπως έγραψα ήδη, η Αντρεούλα είναι τώρα 3,5 χρονών άρα θα θυμάται και αυτή πολύ καλά το ταξίδι του μπαμπά.
Θα κατάλαβε τώρα ότι ο μπαμπάς δεν εξαφανίστηκε ξαφνικά, ούτε άνοιξε η γη και τον κατάπιε, αλλά υπάρχει, είναι σ’ εκείνο το μακρινό μέρος, στα Τρίκαλα, που και η ίδια θυμάται πολύ καλά όπως μου είπε και εξακολουθεί να τη λατρεύει τόσο πολύ.
Μερικές φορές με έπαιρνε το παράπονο εκεί γιατί τώρα πια η Αντρεούλα συνειδητοποιεί ότι κάτι «τρέχει με τον μπαμπά», δεν μπορεί να περπατήσει και να κάνει πράγματα που οι άλλοι μπορούν (μου εκμυστηρεύτηκε η Μόντσε ότι τη ρώτησε σχετικά).
Αλλά είναι τόσο καλόψυχη που μια μέρα που καθόμουν στο κρεβάτι και της απάντησα «Αχ, δεν μπορώ αγάπη μου» όταν μου ζήτησε να χορέψουμε, που μου είπε: «Δεν πειράζει μπαμπά, χόρεψε καθισμένος». Ναι, έτσι μου είπε!
Και σε σχέση με τη Μόντσε άξιζε να κάνω αυτό το ταξίδι.
Ξέρετε, εγώ πάντα πίστευα, και πιστεύω, ότι υπάρχουν πράγματα που γίνονται μόνο μια φορά στη ζωή ενός ανθρώπου, αν γίνουν.
Εκείνο το τεράστιο πράγμα που ένιωσα για την Μόντσε θα το φυλάξω πολύ καλά γιατί είναι, μετά την Αντρεούλα, ότι πιο πολύτιμο έχω.
Δυστυχώς τώρα δεν είναι 2007 και πολλά πράγματα άλλαξαν από τότε. Πάνω απ’ όλα το πρόβλημα υγείας που έχω τώρα, η μιζέρια που έφερε η κρίση, πολύ περισσότερο που τώρα δεν μπορώ να το παλέψω όπως θα ήθελα, κάποια άλλα προβλήματα με τα οποία τώρα ήρθα ενώπιος ενωπίω ενώ όσο ήμουν υγιής αυτό τα κουκούλωνε όλα. Τι τα θες τι τα γυρεύεις…
Ξέρετε όμως τι είπε ο Όσκαρ Ουάιλντ; Ότι αρκεί ένα λεπτό για να ερωτευθείς και μια μέρα για ν’  αγαπήσεις. Όμως μια ολόκληρη ζωή δεν αρκεί για να ξεχάσεις. Δίκιο έχει ο Όσκαρ.
Δεν ήταν τελικά μόνο η Αντρεούλα που έδωσε αξία στο ταξίδι αυτό, όχι.
Να, π.χ. «επαναβεβαίωσα» τις σχέσεις μου με τους γονείς της Μόντσε και τον αδελφό τον Δάντε, που ζει και αυτός στη Veracruz.
Θα ήθελα αλήθεια να δω και κάποια άλλα πρόσωπα που συμπαθώ εκεί αλλά το είπαμε: το Μεξικό είναι τεράστια χώρα και αυτοί ζουν πολύ μακριά.
Και να σας πω και το άλλο; Σύμφωνοι, χωρίς τη βοήθεια του Χατζησοφιά δεν θα κατάφερνα να κάνω αυτό το ταξίδι, αλλά ακόμα και έτσι το έκανα!
Αισθάνθηκα, μπορεί ν’ ακουστεί βαρύ, ότι δεν έχω ξοφλήσει.
Και ξέρετε τι είπα στον πατέρα της Μόντσε όταν χαιρετηθήκαμε για να φύγουμε;
Δεν του είπα «Adiós» αλλά «Hasta la proxima», στο επανιδείν.
Τέλος

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Κάποτε στο Μεξικό – Η επιστροφή (Μέρος 7ο)



Η μέρα της γιορτής μου, λοιπόν, με βρήκε στη Veracruz. «Με βρήκε» τρόπος του λέγειν δηλαδή γιατί στην πραγματικότητα ένας από τους λόγους που διάλεξα τις συγκεκριμένες ημερομηνίες για το ταξίδι ήταν και το ότι σκέφτηκα πως θα ήταν πολύ ξεχωριστό να γιορτάσω στο Μεξικό αυτή τη μέρα.
Διάλεξα ένα εστιατόριο-τακερία που ήξερα ήδη γιατί α) μου άρεσε το συγκεκριμένο μαγαζί και β) ήθελα να γιορτάσω τη μέρα σε ένα μέρος κατά το δυνατό τυπικά μεξικάνικο.
Το είχα πει καιρό πριν στη Μόντσε και είχα προσκαλέσει και κάποιους άλλους γνωστούς που είχα στο Μεξικό αλλά δεν έτρεφα και πολλές αυταπάτες ότι θα έρχονταν γιατί ζούσαν σε μακρινές πόλεις. Η έκταση του Μεξικού είναι καμιά 15αριά φορές όσο η έκταση της Ελλάδας μας, οπότε...
Το είχα πει και στον Χατζησοφιά με το σχόλιο ότι τόσο ωραία tacos πρώτη φορά στη ζωή του θα έτρωγε.
Και ναι μεν τα tacos του Los Giros (δεν ξέρω αν η λέξη έχει κάποια σχέση με την αντίστοιχη ελληνική) ήταν πολύ νόστιμα, αλλά για να μην ρωτάμε συνέχεια «Τι είναι αυτό;», αλλά και για να αποφύγουμε τυχόν δυσάρεστες εκπλήξεις παραγγείλαμε και οι δυο ακριβώς τα ίδια πράγματα.
Τελικά ήμασταν επτά άτομα και τρία παιδιά και εμένα τουλάχιστον μου άρεσε πολύ.
Στο Μεξικό όταν γιορτάζει κάποιος (όταν έχει τα γενέθλιά του δηλαδή) οι υπόλοιποι τον κερνάνε, γίνεται δηλαδή το αντίθετο απ’ ότι εδώ.
Γι’ αυτό και όταν έφεραν τον λογαριασμό τσακίστηκαν ο πατέρας και ο αδελφός της Μόντσε ποιος θα τον πρωτοπάρει. Τους κακοφαίνονταν να πληρώσει ο εορταζόμενος.
Είδατε που όλα είναι σχετικά τελικά; Γι’ αυτό είχα γράψει κάποτε, σχετικά με τον ρατσισμό νομίζω, ότι άπιστος στη Νέα Υόρκη είναι εκείνος που δεν πιστεύει στον Χριστό και στην Κωνσταντινούπολη, εκείνος που πιστεύει ή κάπως έτσι. Κλείνει η παρένθεση.
Όμως και εμένα μου κακοφαίνονταν να πληρώσουν άλλοι τέτοια μέρα. Και αν τώρα υπολείπομαι σωματικά, που σημαίνει ότι δεν μπορούσα ν’ αρπάξω τον λογαριασμό, προσέτρεξα στη Μόντσε που, ε, κάτι ήξερε για το πόσο σημαντική είναι για μας τους Έλληνες η μέρα αυτή.
Της ζήτησα να τους πει ότι θα μου χαλούσαν όλη τη μέρα έτσι και πλήρωναν αυτοί.
Και επειδή η μέση λύση (και αντικειμενικά σωστό) είναι σε τέτοιες περιπτώσεις να περνάει αυτό που θέλει ο εορταζόμενος, εφάρμοσα το ελληνικό έθιμο στη μακρινή Veracruz και κέρασα για τη γιορτή μου.
Μία εκδρομή που μου άρεσε πολύ ήταν μια μέρα που πήγαμε στα κοντινά Chachalacas, Cempoala και Antigua.
Το Chachalacas είναι ένα παραθαλάσσιο τουριστικό χωριό. Έλεγα στον αδελφό της Μόντσε, τον Δάντε, πως το όνομα του χωριού ακούγεται αστείο σε μας τους Έλληνες και να μην μπορεί να καταλάβει γιατί.  Chachalacas… Άλλη μια απόδειξη ότι όλα είναι σχετικά.
Η Cempoala (Zempoala την έγραφαν εκεί) είναι μια αρχαία πόλη των Τοτονάκων, ερείπια της οποίας σώζονται σε πάρα πολύ κατάσταση σε ένα μέρος πολύ κοντά στη Veracruz. Ήταν υποτελής στους Αζτέκους, τους οποίους δεν πρέπει να συμπαθούσαν και ιδιαίτερα, γιατί όταν έφτασαν στην περιοχή οι Ισπανοί, το 1519, αμέσως συμμάχησαν μαζί τους.
Τι να κάνω, πάλι θα περιαυτολογήσω, αλλά ήξερα από πριν για τη Cempoala. Είχε αναφερθεί το όνομά της σε κάποιο μάθημα και επειδή μ’ ενδιέφεραν οι πολιτισμοί της προκολομβιανής Αμερικής, το συγκράτησα. Αλλά δεν ήξερα ότι είναι τόσο κοντά στη Veracruz.
Στην Antigua είχα ξαναπάει γιατί ήθελα να δω το σπίτι που έχτισε εκεί ο conquistador (και αρχιρεμάλι κατά τον Τσιφόρο) Hernán Cortés και την πρώτη εκκλησία στην αμερικάνικη ήπειρο, που χτίστηκε εκεί!
Μάλιστα για να ξαναθυμηθώ τα παλιά, πρότεινα να φάμε σε ένα μέρος που είχαμε πάει παλιά με τη Μόντσε δίπλα σε ένα μεγάλο ποτάμι αλλά η ιδέα αποδείχθηκε ατυχής γιατί εκείνη τη μέρα είχαν ζωντανή μουσική εκεί και δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε ο ένας τον άλλο.
Το ταξίδι όμως πλησίαζε στο τέλος του.
Η συνέχεια και το τέλος την άλλη εβδομάδα…

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Κάποτε στο Μεξικό – Η επιστροφή (Μέρος 6ο)



Η Αντρεούλα καταλάβαινε κάποιες απλές φράσεις στα ελληνικά όπως «Πως σε λένε;» «Πως κάνει το σκυλάκι;» (καλά, γι’ αυτό το τελευταίο είναι μεγάλη αλλά μιλάμε από γλωσσολογικής απόψεως) αν και απαντούσε στα ισπανικά γιατί, αν δεν το ξέρετε, αλλιώς κάνει το σκυλάκι στα ελληνικά και αλλιώς κάνει στα ισπανικά. Πάντως δεν μπορούσε να μιλήσει ελληνικά…
Θυμόταν μόνο να μετρήσει μέχρι τα δέκα στα ελληνικά. Βέβαια απ’ την άλλη είχε ξεκινήσει ήδη να μαθαίνει αγγλικά και ήξερε να μετράει και εκεί μέχρι τα δέκα.
Γενικά χάρηκα πολύ γιατί είδα ότι η Αντρεούλα είχε μία πολύ μεγάλη νοητική ανάπτυξη και ήταν πανέξυπνη.
Αναμφισβήτητα το περιβάλλον στο οποίο ζούσε την βοηθούσε. Της φέρονταν και της μιλούσαν σαν να ήταν μεγάλη.
Πολλά απογεύματα έπαιζαν όλοι μαζί λοτερία και η Αντρεούλα είχε γίνει εξπέρ σ’ αυτό.
Είναι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, πολύ αγαπητό στο Μεξικό.
Οι παίχτες παίρνουν από ένα χαρτί με δώδεκα φιγούρες. Υπάρχει μια τράπουλα με όλες τις φιγούρες, όλων των χαρτιών. Κάποιος μοιράζει και ρίχνει ένα φύλλο με μια φιγούρα κάθε φορά. Αν την έχεις, βάζεις ένα σημάδι πάνω στην αντίστοιχη φιγούρα στο χαρτί σου (εμείς βάζαμε κελύφη από φιστίκια Αιγίνης – που προφανώς δεν τα έλεγαν «Αιγίνης» στο Μεξικό). Νικητής ήταν αυτός που συμπλήρωνε πρώτος όλες τις φιγούρες στο χαρτί του και μάλιστα συνέχιζαν μέχρι να μένει ο τελευταίος.
Υπάρχουν πολλών ειδών λοτερίες, με διαφορετικές φιγούρες, αλλά η κλασσική, και αυτήν παίζαμε, είναι αυτή που φαίνεται πάνω αριστερά.
Ε λοιπόν, η Αντρεούλα όχι μόνο έπαιζε, όχι μόνο μας κέρδισε τις μισές φορές που παίξαμε, αλλά και μια φορά που καθόμασταν δίπλα δίπλα και δεν πρόσεξα μια φιγούρα που είχε πέσει, το πρόσεξε αυτή και γεμάτη ενθουσιασμό φώναξε «Ο μπαμπάς το έχει, γιούχου!!!». Και αμέσως έβαλε και το τσόφλι από ένα φιστίκι Αιγίνης πάνω στη φιγούρα μου.
Μ’ όλα αυτά (και μ’ άλλα πολλά) χάρηκα πολύ για την Αντρεούλα και είπα χαλάλι ο καιρός που μου έλλειψε…
Και πρέπει να πω ότι εκεί συνειδητοποίησα κάτι και κατάλαβα και μια πλευρά της Μόντσε που είχα δει και πριν βέβαια, αλλά αλλιώς ήταν εκεί που είδα για πρώτη φορά πως ζει η Αντρεούλα στο Μεξικό:
Πρώτον, ναι μεν ο πατέρας μπορεί να λατρεύει το παιδί και να είναι τόσο σημαντικός γι’ αυτό αλλά, αγαπητοί πατεράδες, η μάνα είναι μάνα και είναι μόνο μία.
Δεύτερον, είδα πόσο αγαπάει η Μόντσε την Αντρεούλα και πόσο «κολλημένες» μεταξύ τους είναι οι δυο τους.
Το μέρος που μέναμε λεγόταν Boca del Rio και ήταν ξεχωριστός Δήμος και μάλιστα μεγαλούτσικος, πάνω από 100.000 κατοίκους θα έχει. Συνδεόταν με τη Veracruz, που ήταν κάμποσα χλμ μακριά, με τη μεγάλη παραλιακή λεωφόρο αλλά, όπως σε όλες τις μεγαλουπόλεις, Veracruz και Boca del Rio φαινόταν ένα και δεν καταλάβαινες που τελείωνε η μια και που άρχιζε η άλλη.
Κάθε μέρα, μετά το πρωινό, που εκεί το τηρούν ευλαβικά, βγαίναμε έξω στην πόλη.
Πολλές φορές πηγαίναμε σε κάποιο πολυκατάστημα ή σούπερ-μάρκετ για πρακτικούς λόγους π.χ. κάποια δουλειά της Μόντσε ή των γονιών της. Μέσα σ’ αυτά τα μέρη υπήρχαν και καφετέριες οπότε μπορούσαμε να πιούμε ένα καφεδάκι ανταλλάσοντας απόψεις ή ρωτώντας εμείς οι επισκέπτες τους ντόπιους για οτιδήποτε μας έκανε εντύπωση εκεί.
Αυτά τα μαγαζιά ήταν από μόνα τους αξιοθέατα για μας και ιδίως εγώ, που είχα αποφασίσει να μην είμαι εκεί ως απλός τουρίστας αλλά ως «παρατηρητής», έδινα σημασία στις μικρές λεπτομέρειες.
Και μάλιστα, όπως θα λέγαμε και στη σχολή, είχα αποφασίσει να εφαρμόσω τη «συμμετοχική παρατήρηση» γι’ αυτό και ψώνιζα και εγώ λίγα πραγματάκια.
Διαπίστωσα π.χ. ότι, αντίθετα με τη διαδεδομένη αντίληψη, το Μεξικό δεν είναι και τόσο φτηνότερη χώρα απ’ την Ελλάδα.
Βρήκα το ευρώ ανεβασμένο σε σχέση με το πέσος αλλά και πάλι… Καλό το ευρώ αλλά όσο πιο πολλά έχεις τόσο το καλύτερο. Και εγώ από τις πέντε φορές που πήγα στο Μεξικό αυτή τη φορά αισθανόμουν την τσέπη μου πιο ελαφριά. Έτερον εκάτερον.
Φτηνά είναι κάποια πράγματα, ναι, αλλά σε άλλα οι τιμές είναι ίδιες με την Ελλάδα πάνω κάτω. Φτηνότερο π.χ. ήταν το να ψωνίσεις απ’ το σούπερ-μάρκετ, όπως και η βενζίνη (αλλά το Μεξικό είναι πετρελαιοπαραγωγός χώρα).
Φτηνότερος φυσικά (όπως και παντού αλλού στον κόσμο φαντάζομαι) ήταν εκεί ο καφές αλλά το να φας έξω δεν μου φάνηκε καθόλου φθηνό.
Παρεμπιπτόντως, μέσα στον Γενάρη ήταν η γιορτή μου και σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ ξεχωριστό να έκανα το τραπέζι σε όλους έξω εκείνη τη μέρα.
Διάλεξα λοιπόν ένα εστιατόριο-τακερία που ήξερα ήδη και μου άρεσε πολύ, το «Los Giros».
Συνεχίζεται…

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Κάποτε στο Μεξικό – Η επιστροφή (Μέρος 5ο)



Τι είναι η ευτυχία; Ένα χαμόγελο προς εσένα από τον άνθρωπο που αγαπάς περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στη ζωή.
Φοβόμουν ότι η Αντρεούλα τις πρώτες μέρες θα κρατάει μια απόσταση από μένα όχι γιατί θα της ήμουν άγνωστος αλλά γιατί θα «με ντρεπόταν» τόσο καιρό που δεν με είχε δει (αν και έκανα κρυφά σχέδια για το πώς θα της έδειχνα την αγάπη μου με το πρόβλημά μου να με περιορίζει πολύ).
Όμως η Αντρεούλα δεν φάνηκε να με ντρέπεται και τόσο. Περίμενε πάνω στο πεζοδρόμιο με τους παππούδες της και είχε ένα αμήχανο, διστακτικό να πω καλύτερα, χαμόγελο μόλις με είδε να βγαίνω απ’ το αυτοκίνητο.
Κάτι είδα να της λένε οι παππούδες, που συνοδεύθηκε από ένα ενθαρρυντικό χτυπηματάκι στην πλατούλα (προφανώς την παρότρυναν να έρθει κοντά μου) και η Αντρεούλα ήρθε δειλά δειλά, όχι τρέχοντας είναι η αλήθεια, και με αγκάλιασε.
Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι θα ήθελα να υπήρχε κάτι, σαν μια φωτογραφική μηχανή για παράδειγμα, που θα μπορεί να τραβάει όχι μόνο τις εικόνες, αλλά και το πώς νιώθουμε τη συγκεκριμένη στιγμή για να μπορούμε να τα ξανανιώθουμε κάθε φορά που θα βλέπουμε αυτό το πράγμα, τη φωτογραφία ή οτιδήποτε θα ήταν αυτό.
Άσε που πολλές φορές απ’ την ταραχή μας αντιδρούμε μηχανικά σε κάποιες «ιστορικές στιγμές» (έτσι τις λέω εγώ) και δεν νιώθουμε αυτή την ευτυχία ή τη συγκίνηση για την οποία ήμαστε προετοιμασμένοι. Γι’ αυτό θα έπρεπε να υπάρχει αυτό το μηχάνημα.
Η ευτυχία μου εκείνη την ώρα δεν μπορεί να περιγραφεί. Εκείνο το πεζοδρόμιο ανέβαινε, ανέβαινε, και τελικά έφτανε ως τον ουρανό.
Συνειδητοποίησα αμέσως πόσο μεγάλωσε, είναι κοριτσάκι τώρα.
Η αλήθεια είναι ότι μου είχαν λείψει και τα πεθερικά μου, που είναι πολύ καλοί άνθρωποι. Τους αγκάλιασα και αυτούς ζεστά και έκανα τις απαραίτητες συστάσεις για τον φίλο μου τον Χατζησοφιά.
Ευτυχώς όπως έγραψα ήδη, ο καιρός ήταν πολύ καλός και ιδίως τα βράδια ήταν δροσερός (τη μέρα ακόμα και στον πιο κρύο μήνα της Veracruz είχε αρκετή ζέστη) γιατί τώρα με το πρόβλημά μου η ζέστη είναι σκέτος εφιάλτης για μένα.
Περάσαμε πρώτα στο σπίτι τον γονιών της Μόντσε για τα απαραίτητα σε τέτοιες περιπτώσεις «καλώς ήρθατε» και «καλώς σας βρήκαμε». Αυτή θα ήταν η βάση μας τις επόμενες μέρες αφού εκεί τρώγαμε συνήθως, εκεί πίναμε τη μεσημεριανή μας τεκίλα πριν το φαγητό (για μένα media-media, μισή-μισή με χυμό ή αναψυκτικό), εκεί κατεβαίναμε το απογευματάκι για να παίξουμε λοτερία ή να πούμε καμιά κουβέντα με ένα καφέ κ.λπ.
Εκεί έδωσα σε όλους τα δώρα που είχα φέρει (στην Αντρεούλα είχε πάρει από κάτι ένα σωρό κόσμος) και εκεί διαπίστωσα (ξανά) πόσο μεγάλωσε η Αντρεούλα και το τεχνικό πρόβλημα που θα είχαμε στην επικοινωνία μας: η Αντρεούλα μιλούσε πλέον μόνο ισπανικά.
Συνεχίζεται…

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Κάποτε στο Μεξικό – Η επιστροφή (Μέρος 4ο)


Την επόμενη, δεύτερη μέρα του ταξιδιού, θα φεύγαμε για τη Veracruz, που είναι καμιά 400ριά χλμ μακριά απ’ την πρωτεύουσα. Αλλά πριν φύγουμε θα κάναμε μια βόλτα απ το κέντρο του Μεξικο Σίτυ.

Ο καιρός ήταν πολύ καλός. Το Μέξικο Σίτυ έχει σχεδόν πάντα καλό καιρό, ούτε πολύ κρύο τον χειμώνα, ούτε πολύ ζέστη το καλοκαίρι.

Το πρόβλημα όμως ήταν ότι έπρεπε να πάρουμε χειμωνιάτικα ρούχα για την Ελλάδα, ανοιξιάτικα για το Μ.Σ. και καλοκαιρινά για τη Veracruz (τουλάχιστον κοντομάνικα πόλο μπλουζάκια), γι’ αυτό και οι βαλίτσες μας ήταν φίσκα (κοινώς).

Πήραμε λοιπόν τη λεωφόρο Lázaro Cárdenas (πέσαμε και σ’ ένα μποτιλιάρισμα, κάτι πρέπει να είχε γίνει) και περάσαμε μπροστά από το πολύ όμορφο και επιβλητικό Παλάτι Καλών Τεχνών, Palacio de Bellas Artes, την τεράστια πλατεία Συντάγματος, Plaza de la Constitución, με τον μεγάλο καθεδρικό και κάτι άλλα αξιοθέατα τρέχα γύρευε, πριν πάρουμε τον δρόμο για τη Veracruz.

Εντάξει, προσπαθώ γενικά να ακολουθώ την αρχή του ποτέ να μην μιλάς για τον εαυτό σου γιατί αν τον εγκωμιάζεις δείχνεις κενότητα και αν τον κατηγορείς, δειλία (μόνο έναν αυτοσαρκασμό έχω πότε πότε) αλλά αφού τα είχα ξαναδεί και άλλες φορές όλα αυτά, να μην το πω;

Στον δρόμο για τη Veracruz ήμασταν πια τέσσερα άτομα στο αυτοκίνητο αφού ο ανιψιός της Μόντσε είχε πάρει από την προηγούμενη το λεωφορείο για την πόλη του.

Στα μέσα της διαδρομής είναι μια μεγάλη πόλη, η Πουέμπλα (που πρέπει να είναι πολύ όμορφη πόλη). Λίγο έξω απ’ αυτή την πόλη σταματήσαμε για κάτι που πάει να γίνει θεσμός κάθε φορά που πάω στη Veracruz: να πιούμε έναν καφέ σε μια καφετέρια που λέγεται Italian Coffee.

Πρέπει να είναι αλυσίδα γιατί υπάρχουν πολλά μαγαζιά μ’ αυτό το όνομα γύρω απ’ την Πουέμπλα.

Έχει καταπληκτικό φρεντουτσίνο και μάλιστα σε πολλές γεύσεις, τον οποίο λένε φραπουτσίνο εκεί. Όμως αυτή τη φορά δεν το ευχαριστήθηκα γιατί έκανε αρκετό κρύο.

Μάλλον θα είχε μεγάλο υψόμετρο γιατί ανεβήκαμε κάτι βουνά αμέσως μετά.

Μου έκανε πολύ εντύπωση ότι ο δρόμος εκεί (πολύ καλός αν και πάνω σε βουνά) ήταν «διπλός». Υπήρχαν δύο δρόμοι, ένας για κάθε κατεύθυνση (και αρκετά μακριά ο ένας απ’ τον άλλο) αντί για έναν δρόμο διπλής κατεύθυνσης. Φυσικά μέχρι να συνηθίσω στην ιδέα, καταλαχτάρισα έτσι όπως πηγαίναμε όλο στ’ αριστερά.

Λίγο πριν τη Veracruz, πρόσεξα τα πολλά χωράφια με ζαχαροκάλαμα (η πολιτεία της Βερακρούζ παράγει πολύ ζάχαρη και άλλα προϊόντα από ζαχαροκάλαμα, όπως και πολύ καφέ).

Μοιάζουν με απλά καλάμια αλλά αποκλείεται να μπερδευτείς γιατί υπάρχουν τεράστιες εκτάσεις από αυτά παντού. Ο Γενάρης πρέπει να είναι η εποχή της συγκομιδής τους γιατί αφενός έβλεπα πολλά φορτηγά φορτωμένα ζαχαροκάλαμα στον δρόμο και αφετέρου υπήρχαν πολλές φωτιές στα χωράφια, οπότε συμπέρανα ότι μάλλον καίνε τα φύλλα τους πριν τα κόψουν.

Μετά από δύο μεγάλες παύσεις που είχα στον δρόμο με τα μάτια κλειστά (οι υπόλοιποι στο αυτοκίνητο νόμισαν ότι κοιμάμαι αλλά εγώ το συνηθίζω όταν ταξιδεύω για να ηρεμώ και να ξεκουράζομαι), φτάσαμε στη Veracruz όταν είχε αρχίζει να νυχτώνει.

Η καλύτερη εποχή τελικά για να επισκεφτείς τη Veracruz είναι ο Γενάρης που δεν έχει τόση ζέστη.

Άσε που πολλές φορές φυσάει και ένας δυνατός βοριάς (Norte τον λένε οι ντόπιοι), όπως το βράδυ που φτάσαμε εκεί, που κάνει το κλίμα πολύ πιο δροσερό.

Και διώχνει και τα κουνούπια φαντάζομαι. Λοιπόν, τα κουνούπια στη Veracruz ή δεν είναι καθόλου επιθετικά ή αυτά τα μικρά έντομα που έβλεπα κατά δεκάδες στο δωμάτιο δεν ήταν κουνούπια. Δεν εξηγείται αλλιώς να μην έχω ούτε ένα τσίμπημα όλες αυτές τις μέρες.

Μπήκαμε λοιπόν στην πόλη, περάσαμε την εκκλησία των Μορμόνων που έχω σημάδι για το σπίτι και φτάσαμε στο συγκρότημα με τις μεζονέτες που μένουν οι γονείς της Μόντσε, αυτή και η Αντρεούλα μας.

Το συγκρότημα είναι τέσσερις μεζονέτες γύρω από μια μικρή πισίνα, με έναν ψηλό μαντρότοιχο γύρω γύρω. Έξω απ’ το συγκρότημα και δίπλα στον δρόμο, περνάει ένα μικρό πεζοδρόμιο και εκεί πάνω ήταν και μας περίμεναν, κάτω από το φως ενός φαναριού, οι γονείς της Μόντσε και η Αντρεούλα!

Συνεχίζεται…

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Κάποτε στο Μεξικό – Η επιστροφή (Μέρος 3ο)



Η πτήση για Φρανκφούρτη ήταν σχετικά καλή, παρόλα αυτά μια ανησυχία την είχα γιατί δεν μπορώ με τίποτα να συνηθίσω το αεροπλάνο.
Μάλλον είναι αυτή η ιδέα ότι βρίσκεσαι στον αέρα και αισθάνεσαι πολύ ευάλωτος. Αλλά αν το σκεφτείς λογικά είναι το ασφαλέστερο μεταφορικό μέσο. Έτσι λένε.
Σύμφωνοι, ακούμε κάμποσες φορές για αεροπορικά ατυχήματα κ.λπ. αλλά πιστεύω είναι επειδή αυτά τα ατυχήματα είναι «θεαματικά», «εμπορικά», πώς να το πω;
Τα παρουσιάζουν τα μίντια ενώ με τα υπόλοιπα ατυχήματα, τα τροχαία, ποιος ασχολείται;
Εγώ πάντως όταν το σκέφτομαι λογικά και ψύχραιμα μου φαίνεται ότι το πιο «επικίνδυνο» μεταφορικό μέσο πρέπει να είναι το πλοίο. Αλλά λογικά και ψύχραιμα δεν μπορώ να σκεφτώ όταν είμαι στον αέρα…
Στη Φρανκφούρτη είχαμε το απαραίτητο τσιγάρο για τον εξαρτημένο συνταξιδιώτη μου, που πάντως είχε μαζί του και ως υποκατάστατο ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο που μου έκανε εντύπωση γιατί δεν είχα ξαναδεί (η τεχνολογία στην υπηρεσία του καπνιστή).
Στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης μπορούσες να καπνίσεις σε κάτι ειδικά δωμάτια, smoking lounges τα έλεγαν (πάνω φωτ.), στα οποία μόλις έμπαινες αισθανόσουν περίπου πρωτόγονος και ένοχος προς την κοινωνία.
Ίσως ήταν και αυτός ένας τρόπος μείωσης του καπνίσματος αν και τα αποτελέσματα μάλλον πενιχρά θα ήταν αν κρίνω και από την προσκόλληση και εμμονή του συνταξιδιώτη μου στο κάπνισμα (μία από τις πρώτες λέξεις που έμαθε στα ισπανικά ήταν fumar, καπνίζω).
Τελοσπάντων, μετά από μία στάση 4,5 ωρών στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης, μπήκαμε στο αεροπλάνο που θα μας μετέφερε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Η γνωστή διαδρομή, ανάμεσα Δανία και Αγγλία, Γροιλανδία, Καναδάς (τελικά ο Καναδάς δεν είναι και τόσο μακριά) για να κατεβούμε μετά στις Η.Π.Α. (ήταν πράγματι παγωμένες οι βόρειες πολιτείες, καλά έλεγαν στην τηλεόραση) και τελικά στο Μεξικό.
Η πτήση δεν ήταν και άσχημη αλλά δώδεκα ώρες στο αεροπλάνο δεν περνάνε με τίποτα.
Είχα μεριμνήσει και είχα πάρει ένα βιβλίο, το «Το Τανγκό της Παλιάς Φρουράς» του Ρεβέρτε, αλλά και πόσο να διαβάσεις έτσι άβολα καθισμένος στο κάθισμα του αεροπλάνου και με το μυαλό συνέχεια στο κακό;
Ήταν βραδάκι στο Μεξικό όταν επιτέλους φτάσαμε (στην Ελλάδα είχε πια περάσει η μέρα και ήταν ξημερώματα της επόμενης).
Ευτυχώς μας περίμενε στην έξοδο του αεροπλάνου, όπως και σε κάθε αεροδρόμιο, ένα αναπηρικό αμαξίδιο αλλιώς θα υπήρχε σοβαρό πρόβλημα έτσι τεράστιο που είναι το αεροδρόμιο του Μέξικο Σίτυ.
Στον χώρο του ελέγχου των διαβατηρίων πρόσεξα καλύτερα τις τοιχογραφίες που καλύπτουν ολόκληρο τον τοίχο και που για μένα έχουν γίνει πια συνώνυμο του αεροδρομίου της πόλης: απεικονίζουν σκηνές από την ιστορία του Μεξικού, πριν από την άφιξη των Ισπανών κατακτητών ως τον 20ο αι.
Μετά από μια μικρή περιπέτεια στον έλεγχο των διαβατηρίων που μας στοίχισε την παραμονή για δύο ώρες σε ένα δωματιάκι του αεροδρομίου σαν φυλακή, απ’ όπου δεν επιτρεπόταν ούτε στο κινητό ν’ απαντήσεις (μικρολεπτομέρειες ανάξιες ν’ ασχοληθούμε περισσότερο), φτάσαμε στην πύλη αφίξεων του αεροδρομίου.
Εκεί μας περίμενε η Μόντσε, ο αδελφός της ο Δάντε και ένας ανιψιός της που είχαν έρθει να μας προϋπαντήσουν απ’ τη Βερακρούζ…
Η Μόντσε  μου φάνηκε το ίδιο όμορφη όπως εκείνη τη μέρα εκείνου του Σεπτέμβρη του 2005 όταν, άγνωστη ακόμα για μένα, την είδα και την ξεχώρισα ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων που βρίσκονταν τότε στο αεροδρόμιο (δεν της το είπα όμως).
Παρά τον προηγούμενο φόβο και άγχος μου (ε, πάνω από ένα χρόνο είχα να τη δω) το μόνο συναίσθημα που αισθάνθηκα ήταν μια μεγάλη χαρά που στην κατάστασή μου δεν μπορώ να εκφράσω εύκολα και έτσι αρκέστηκα σε μια ζεστή αγκαλιά.
Σκεφτήκαμε να συνδυάσουμε το βραδινό μας (φαγητό εννοείται) με μια βόλτα με το αυτοκίνητο απ’ την Colonia Condesa και τα πέριξ της, για να πάρει μια γεύση ο Χατζησοφιάς απ’ τα μέρη που γύριζα όταν ήμουν υγιής και να ξαναθυμηθώ ακριβώς το ίδιο εγώ, μέρες που τώρα μου φαίνονται ότι ανήκουν σε μια περασμένη ζωή.
Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος, έχω συνδέσει το Μέξικο Σίτυ με την Alfonso Reyes με το διαχωριστικό της στη μέση (μεσαία φωτ.), γι’ αυτό και αναφώνησα, όπως σίγουρα θα έκανε η Αντρεούλα, «Η Alfonso Reyes!!!», μόλις είδα ένα αργεντινέζικο εστιατόριο-μπαρ που πάντα έβαζα σημάδι.
Και επειδή ως Έλληνες τουρίστες (πρέπει να αντικατέστησε αντίστοιχη φράση με πρωταγωνιστές κατοίκους  γειτονικής χώρας) θέλαμε να φάμε φολκορικά, πήγαμε σε μια κοντινή taquería.
Τα tacos θα ξέρετε ότι είναι πίτες τορτίγια που έχουν μέσα ψιλοκομμένο κρέας (συνήθως χοιρινό σε γύρο όπως στη δική μας πίτα γύρο). Είναι μικρά, τα φέρνουν ανοιχτά στο πιάτο και τα τυλίγεις εσύ με τα δάχτυλα.
Φαντάζομαι ο tacos pastor που έφαγα είναι αντίστοιχος του «απ’ όλα» εδώ και έχει μέσα κόλιανδρο, ανανά (!) και κάτι άσπρο ψιλοκομμένο που δεν κατάλαβα τι είναι.
Ω του θαύματος, η taquería που πήγαμε τελικά, ήταν η ίδια που είχαμε φάει το 2007 με τη Μόντσε και είχα απαντήσει στην ερώτησή σχετικά με το πόσα tacos θα φάω «ξέρω γω; Καμιά 10αριά» (κάτω φωτ.).
Τελικά φάγαμε λιγότερα από δέκα ο καθένας και για να μας θυμούνται ξεχάσαμε και το ηλεκτρονικό τσιγάρο του Χατζησοφιά εκεί.
Την επόμενη μέρα θα αναχωρούσαμε για Veracruz.
Συνεχίζεται…

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Κάποτε στο Μεξικό – Η επιστροφή (Μέρος 2ο)



Το να πάω όμως στο Μεξικό τώρα δεν είναι κάτι απλό.
Όπως έγραψα το 2012, το να πάω κάποτε στο Μεξικό, όσο εξωφρενικά εξωφρενικό και αν μου φαινόταν, προϋπέθετε μόνο τρέλα και το να το θέλω πάρα πολύ (αν και αυτές οι δύο προϋποθέσεις καθόλου απλές δεν είναι).
Τώρα πια δεν μου φαίνεται τόσο εξωφρενικά εξωφρενικό αλλά πλέον προϋποθέτει να κάνω αυτό το ταξίδι με κάποιον άλλον γιατί μόνος μου δεν μπορώ εξαιτίας της κατάστασής μου.
Τι από τα δύο ήταν πιο τολμηρό και δύσκολο αλήθεια; Το να επιχειρήσω αυτό το ταξίδι τότε ή τώρα;
Πάνω πήγα να συνηθίσω λίγο τα ταξίδια στο Μεξικό, που πριν το 2005 μου φαίνονταν αδιανόητα, καινούριες δυσκολίες παρουσιάστηκαν. Και αυτή τη φορά οι δυσκολίες είναι πιο πρακτικές. Πιο χειροπιαστές.
Γι’ αυτό και νομίζω ότι αυτό το ταξίδι ήταν κάτι καινούριο. Είχα ξαναπάει βέβαια και πριν δύο χρόνια, άρα όχι υγιής, αλλά εν πάση περιπτώσει όμως η κατάσταση ήταν διαφορετική απ’ ότι ήταν πριν το 2009.
Όμως αν θέλεις να έχεις κάτι που ποτέ πριν δεν είχες, πρέπει να κάνεις κάτι που ποτέ πριν δεν έκανες.
Η Αντρεούλα είναι τώρα 3,5 χρονών. Δεν είναι ενός, ούτε καν δύο, όπως ήταν όταν ζούσε στην Ελλάδα.
Δεν είμαι και ειδικός σ’ αυτά αλλά νομίζω ότι ένα παιδάκι 2 χρονών είναι ένα μεγάλο μωρό ενώ ένα παιδάκι 3,5 χρονών είναι ένας μικρός ενήλικος. Το «ενήλικος» εντός εισαγωγικών στην περίπτωση αυτή.
Ήθελα λοιπόν να τη δω και να με δει τώρα που θα μπορεί να κατανοήσει διαφορετικά κάποια πράγματα.
Κυρίως όμως ήθελα να με δει αυτή γιατί όλο αυτόν τον καιρό είχα ένα φόβο (ίσως παράλογο αλλά το ξαναλέω ότι δεν είμαι ειδικός σ’ αυτά): ότι θα σκέφτεται που στο καλό χάθηκε ο μπαμπάς.
Την έβλεπα βέβαια συχνά στην κάμερα του υπολογιστή (στο τηλέφωνο δεν πολυήθελε να μου μιλάει) αλλά φαντάζομαι διαφορετικά θα ήταν αν μπορούσε να με βλέπει «ζωντανά» κάθε μέρα, να μ’ ακουμπάει, να λέμε παραμύθια κ.λπ.
Ήθελα λοιπόν να τη δω για να καταλάβει ότι ο μπαμπάς υπήρχε, δεν εξαφανίστηκε, βρισκόταν σε μια μακρινή χώρα που λέγεται Ελλάδα αλλά εξακολουθούσε να τη σκέφτεται και να την αγαπάει και ότι δεν την έχει ξεχάσει.
Αυτό ήταν το μεγάλο μου άγχος, αν το πιστεύετε.
Εγώ ήμουν ενήλικος και ήξερα ότι η Αντρεούλα δεν εξαφανίστηκε. Ήταν κάπου, μακριά έστω, ήταν καλά και με ανθρώπους που την αγαπάνε.
Η Αντρεούλα όμως; Τι να σκεφτόταν;
Αυτές οι σκέψεις λοιπόν με κατέτρωγαν και αποφάσισα να πάω στο Μεξικό.
Λίγες μέρες πριν το αποφασίσω το είχα απορρίψει κατηγορηματικά όταν μου το πρότεινε η Μόντσε. Το ευτράπελο της υπόθεσης είναι ότι είχα στείλει και μήνυμα στον αδελφό της τον Δάντε όπου του εξηγούσα ότι ήταν δύσκολο και μάλλον αδύνατο να ταξιδέψω εκεί  προσώρας λόγω της κατάστασής μου μπλα μπλα.
Και όταν ο Δάντε, μερικές μέρες μετά, διάβασε το μήνυμα ότι μάλλον δεν θα πήγαινα σύντομα, εγώ είχα ήδη αγοράσει τα εισιτήρια για να πάω!
Το μεγάλο ευτύχημα ήταν ότι ο Πάνος ο Χατζησοφιάς, που γράφει που και που και εδώ, συμφώνησε αμέσως να ταξιδέψει μαζί μου όταν του το πρότεινα.
Όσο κοινότυπο και αν ακούγεται, εγώ πάντα πίστευα ότι οι φίλοι είναι τα αδέρφια που διαλέγουμε και εγώ είμαι τυχερός γιατί έχω καλούς φίλους.
Ο Χατζησοφιάς ήταν συνταξιδιώτης μου και στο πρώτο ταξίδι, το 2005, άρα θα ήταν η δεύτερη φορά που θα πήγαινε στο Μεξικό, αν και τώρα οι συνθήκες και ο σκοπός του ταξιδιού θα ήταν πολύ διαφορετικά.
Αγοράσαμε τα εισιτήρια 3-4 μήνες νωρίτερα γι’ αυτό και τα βρήκαμε πολύ φτηνά (εγώ δεν πίστευα ότι ήταν πράγματι τόσο φτηνά και νόμιζα ότι έγινε κάποιο λάθος).
Θα ταξιδεύαμε τον Γενάρη με τη Lufthansa και θα πετούσαμε στο Μεξικό μέσω Φρανκφούρτης.
Το προηγούμενο βράδυ της πτήσης μείναμε στην Αθήνα, στον αδελφό του Χατζησοφιά και του επόμενο πρωί (πολύ νωρίς, στις 6:30), ένα βροχερό πρωινό μιας Τρίτης του Γενάρη, ξεκίνησε το 5ο μου ταξίδι στο Μεξικό με την πτήση Αθήνα-Φρανκφούρτη…
Συνεχίζεται…