Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Οι ήσυχες μέρες του Αυγούστου


Ο τίτλος είναι λίγο κλισέ και στην πραγματικότητα έχω στο νου μου τα ήσυχα απογεύματα του Αυγούστου (αλλά και γενικά τα ήσυχα απογεύματα όλου του χρόνου).
Το σώμα μας έχει και αυτό μπαταρία και λίγο λίγο πέφτει στο πρώτο μισό της ημέρας. Το κακό μισό συνήθως, αφού αφιερώνεται σε δουλειές και υποχρεώσεις ώσπου να ξεφορτιστεί  τελείως η μπαταρία, να κουραστούμε τόσο που να γίνουμε κακοδιάθετοι, ευερέθιστοι και ευέξαπτοι.
Άκουσα κάποτε ότι ο απογευματινός υπνάκος είναι το καλύτερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε στην καρδιά μας και γι’  αυτό καλό είναι να προσπαθούμε όλοι να «σπάζουμε» τη μέρα μας στα δυο.
Φαντάζομαι ότι το πρόγραμμα του καθενός είναι ξεχωριστό αλλά εγώ πάντως σπάω τη μέρα στα δύο με λίγη ξεκούραση μετά τη δουλειά και έναν μικρό υπνάκο αν μπορέσω.
Και σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι το απόγευμα για μια άλλη ζωή αφού μπροστά δεν έχω τις πολλές ώρες στο γραφείο αλλά ώρες αφιερωμένες στον εαυτό μου, στη χαλάρωση και (ανάλογα και με τη διάθεση) στην ενδοσκόπηση και την ανάλυση καταστάσεων ξαπλωμένος στον καναπέ με τα μάτια κλειστά.
Αλλά πριν από αυτό υπάρχει η ιεροτελεστία του απογευματινού, του «χαλαρού» καφέ.
Δεν ξέρω αν ο καφές μας επιβλήθηκε σαν μόδα ώσπου τελικά τον συνηθίσαμε και μας έγινε απαραίτητος ή πραγματικά το σώμα μας έχει ανάγκη την καφεΐνη, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς και απλά έψαχνε την ευκαιρία να τη δοκιμάσει με τον καφέ (εγώ πιστεύω είναι το πρώτο) αλλά είτε το ένα είναι είτε το άλλο εγώ δεν μπορώ να φανταστώ απόγευμα χωρίς ένα καφεδάκι πριν απ' όλα (πάντα νες αχτύπητο, με ζεστό νερό τον χειμώνα και της βρύσης το καλοκαίρι).
Πάντα μου άρεσε να είμαι ξαπλωμένος στον καναπέ, όχι μόνο τώρα, και να φιλοσοφώ κάθε φορά τη ζωή μου με τα μάτια κλειστά.
Όλων μας η ζωή πιστεύω καθορίζεται από τυχαιότητες, «ασυμβατότητες» τις λέω εγώ.
Πολλές φορές η ζωή μας φαίνεται να είναι μια ευθεία, μια σειρά γεγονότων που επαναλαμβάνονται κάθε μέρα και που φαίνεται ότι θα επαναλαμβάνονται κάθε μέρα για πάντα.
Ώσπου κάτι, μια τυχαία γνωριμία, μια αρρώστια, μια επιλογή στην οποία δεν δίνουμε καμία σημασία όταν την κάνουμε κ.ο.κ., αλλάζει τόσο πολύ τη ζωή μας και φέρνει τα πάνω κάτω (ή στην καλή περίπτωση τα κάτω πάνω).
Και αυτό το τυχαίο γεγονός φαίνεται εντελώς ασύμβατο και παράταιρο με τα όσα κάναμε μέχρι τότε. «Είναι δυνατόν; Εγώ το έκανα αυτό;» ή «Είναι δυνατόν; Σε μένα έτυχε αυτό;».
Και σκέφτομαι ότι σε μια στιγμή μπορεί να έρθουν πράγματα που μπορεί να μην έρθουν σε ζωές ολόκληρες. Και αυτό να ξέρετε ισχύει για τον καθένα.
Το ήσυχο απόγευμα τελειώνει με το βραδινό φαγητό.
Με το τέλος της κάθε απογευματινής ιεροτελεστίας θα έχει τελειώσει ουσιαστικά και αυτή η μέρα και με περιμένει η καλύτερη ώρα της: ξεκούραστος και ήρεμος πια στο κρεβάτι να διαβάζω μερικές σελίδες από το βιβλίο που έχει σειρά πριν κοιμηθώ (αυτόν τον καιρό είναι το «Το νησί κάτω από τη θάλασσα» της Ιζαμπέλ Αλιέντε).
Ο καθένας θα έχει και κάτι διαφορετικό αλλά για μένα αυτά τα ήσυχα απογεύματα είναι που με κρατάνε σε ισορροπία.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Η μάχη των Πλαταιών


Σαν αυτές τις μέρες (πολλοί πιστεύουν σαν σήμερα) το 479 π.Χ. έγινε η μάχη των Πλαταιών στη Βοιωτία μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών που τερμάτισε στην ουσία τον δεύτερο ελληνοπερσικό πόλεμο και τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα.
Είχε προηγηθεί το 490 π.Χ. η α΄ περσική εισβολή που έληξε με τη νίκη των Αθηναίων και των συμμάχων τους Πλαταιών στον Μαραθώνα.
Η β΄ περσική εισβολή έγινε δέκα αργότερα από τον Πέρση βασιλιά Ξέρξη.
Τα γεγονότα αυτής της εισβολής είναι, φαντάζομαι, γνωστά: οι Πέρσες περνάνε από τις Θερμοπύλες (είναι γεγονός: ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία μία στρατιωτική ήττα δεν δοξάστηκε τόσο πολύ), εισβάλλουν στην έρημη Αθήνα, οι Έλληνες νικούν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, μπροστά στον κίνδυνο να εγκλωβιστεί στην Ελλάδα (αφού φοβόταν ότι οι Έλληνες θα κατέστρεφαν τη γέφυρα που κατασκεύασε στον Ελλήσποντο) ο Ξέρξης αφήνει τον γαμπρό του Μαρδόνιο με μέρος του περσικού στρατού να ξεχειμωνιάσει στη Θεσσαλία και να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Ελλάδας τον επόμενο χρόνο και αυτός με το κύριο μέρος του περσικού στρατού την κοπανάει για την Περσέπολη και τελικά τον Αύγουστο του 479 π.Χ. ο συνασπισμένος στρατός των Ελλήνων νικά στις Πλαταιές τον στρατό του Μαρδόνιου και έτσι λήγει και β΄ περσική εισβολή στην Ελλάδα.
Επειδή όμως η ιστορία δεν είναι παραμύθι και συνήθως συνεχίζεται και μετά απ’ το «επίσημο» τέλος της, μετά την αποτυχία και της β΄ περσικής εισβολής οι Έλληνες περνούν στην αντεπίθεση (κάτι που δεν είναι και πολύ γνωστό), ο πόλεμος μεταφέρεται στη Μικρά Ασία και τελικά οι συγκρούσεις λήγουν το 450 π.Χ.
Αρχηγός των Ελλήνων στις Πλαταιές ήταν ο Σπαρτιάτης Παυσανίας, ανιψιός του Λεωνίδα του Α΄, των Θερμοπυλών (που αργότερα θα κατηγορηθεί για μηδισμό και θα χάσει με τραγικό τρόπο τη ζωή του).
Από μικροί μαθαίναμε στο σχολείο ότι ο στρατός των Ελλήνων ήταν γύρω στις 100 χιλ. άνδρες. Έτσι λέει ο Ηρόδοτος, αλλά σύγχρονοι μελετητές εκτιμούν ότι ο ελληνικός στρατός ήταν λίγο κάτω από 40.000 άνδρες εναντίον περίπου 100.000 Περσών.
Και τελικά ο αριθμός αυτός φαίνεται και πιο κοντά στην  πραγματικότητα αν υπολογίσουμε τον πληθυσμό των ελληνικών Πόλεων της εποχής, των Πόλεων που πολέμησαν κατά των Περσών δηλαδή γιατί υπήρξαν και ελληνικές Πόλεις (όπως η Θήβα και διάφορες Θεσσαλικές Πόλεις που πολέμησαν, και ας μην μας αρέσει, με την περσική πλευρά).
Το έχω ξαναγράψει πως δεν θεωρώ ότι είμαι εθνικιστής με την έννοια του ελιτιστή/ρατσιστή.
Θαυμάζω όμως εκείνους τους ανθρώπους πολύ αλλά πιστεύω ότι η κληρονομιά τους ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα και δεν έχουμε δικαίωμα εμείς ούτε να τη μονοπωλούμε ούτε να αποκλείουμε κάποιους.
Πιστεύω δε ότι κάθε πολιτισμός και κοινωνία πρέπει να κρίνεται με τα μέτρα και τις αξίες της εποχής εκείνης και όχι της δικής μας εποχής.
Αν συγκρίνουμε τη δημοκρατία της Αρχαίας Ελλάδας με τις σύγχρονες δημοκρατίες φυσικά και θα δούμε ότι η αρχαιοελληνική υπολείπεται.
Ακόμα και στις Πόλεις της Αρχαίας Ελλάδας που είχαν δημοκρατικό πολίτευμα, υπήρχε δουλεία, δεν ψήφιζαν οι γυναίκες και από τους άνδρες ψήφιζαν μόνο εκείνοι που είχαν πολιτικά δικαιώματα.
Στην Αθήνα π.χ. δεν ήταν τόσο σημαντική η κατοχή ακίνητης περιουσίας για την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων όσο το να είχε ολοκληρώσει ο άνδρας την υποχρεωτική στρατιωτική του θητεία  (από τα 18 μέχρι τα 20) και να μην είχε οικονομικές οφειλές προς την Πόλη.
Παρεμπιπτόντως το να οφείλεις στην Πόλη ονομάζονταν «ατιμία» και για να έρθουμε στα δικά μας, δεν θα είχαν πολιτικά δικαιώματα οι φοροφυγάδες και όσοι οφείλουν στον Δημόσιο. Χμμμ, ενδιαφέρον ακούγεται…
Μπορεί λοιπόν με όρους του σήμερα οι αρχαιοελληνική Δημοκρατία να μην ήταν και τόσο «δημοκρατική» αλλά σκεφτείτε λίγο: σε μια εποχή που ο βασιλιάς σε αυτοκρατορίες της εποχής θεωρούνταν περίπου Θεός και Νόμος ήταν οι αποφάσεις του, εδώ υπήρχε μία άμεση δημοκρατία όπου οι άνθρωποι δεν εξέλεγαν αντιπροσώπους για να αποφασίζουν στο όνομά τους αλλά έπαιρναν οι ίδιοι αποφάσεις για τα κοινά.
Και οι αξίες αυτές υιοθετήθηκαν και διαδόθηκαν σε όλο τον κόσμο απ’ την Ευρώπη.
«Μα αυτοί έτρωγαν βελανίδια τότε», θα πει κάποιος.
Μα δεν μιλάει κανείς για «τότε». Μιλάμε για την Αναγέννηση και μετά όταν η Ευρώπη ανέδειξε την αξία του ενός και μοναδικού ατόμου, που δεν είναι απλός αριθμός όπως σε άλλες κοινωνίες.
Το ξέρω ότι πολλοί θα έχουν αντιρρήσεις «Μα η Ευρώπη έτσι, η Ευρώπη αλλιώς, η Μέρκελ, ο Σόιμπλε κ.λπ. κ.λπ.» αλλά η Ευρώπη, με όλες τις ατέλειές της δυστυχώς, ιστορικά και τώρα, είναι αυτή που έκανε παγκόσμιες τις αρχαιοελληνικές αξίες.

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Πώς να δημιουργήσετε ένα σκάνδαλο


Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω απ’ την αρχή ότι αν με ρωτούσαν σχετικά θα έλεγα ότι για μένα (με τη μικρή επιφύλαξη ότι δεν ήμουν και μπροστά) δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό όπως εννοείται στο τυπικό μέρος του (νομικό, θεσμικό κ.λπ.) στη διαδικασία πώλησης του 33% του ΟΠΑΠ.
Και αν με ξαναρωτούσαν πως το λέω αυτό θα απαντούσα ότι αν υπήρχε κάτι μεμπτό δεν θα μιλούσαμε για αφέλεια ή λανθασμένη επιλογή του Προέδρου του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου να ταξιδέψει με το ιδιωτικό αεροπλάνο του επιχειρηματία που τελικά εξαγόρασε τον ΟΠΑΠ, θα μιλούσαμε για βλακεία, τόση βλακεία που, ε, δεν μπορεί να έχει ένας Πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ όπως και να το κάνουμε.
Προσέξατε όμως τη διατύπωσή μου; Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό με την τυπική έννοια του «μεμπτού».
Είπε ο κ. τέως Πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ: «Καθόλου δεν μετάνιωσα, κάθε άλλο μάλιστα, ότι κάνω είναι με απόλυτη διαφάνεια και έχει μια πρακτικότητα… Ήταν επιλογή μου, όχι ελαφρότητα, να δεχθώ τη μεταφορά με το αεροπλάνο του Μελισσανίδη. Δε θα γίνω μοναχός  για να κρύβομαι στα καλά καθούμενα επειδή πήρα τη θέση του προέδρου του ΤΑΙΠΕΔ».
Μα κανένας δεν ζήτησε από τον περί ου ο λόγος κ. Στέλιο Σταυρίδη να γίνει μοναχός και να κρύβεται όταν ταξιδεύει με τα ιδιωτικά τζετ των επιχειρηματιών που νταραβερίζονται με το ΤΑΙΠΕΔ.
Εκείνο που ζητάει ο μέσος πολίτης, φαντάζομαι, είναι ο Πρόεδρος ενός Δημόσιου Οργανισμού να μην ταξιδεύει καθόλου με τα ιδιωτικά τζετ των επιχειρηματιών που νταραβερίζονται με τον οργανισμό αυτόν.
Το έκανα συνειδητά, ήταν επιλογή μου, ανέφερε ο κ. Σταυρίδης.
Ναι, ήταν επιλογή του αλλά φαντάζομαι ο τέως Πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ έπαιξε με τις πιθανότητές του. Αν δεν μαθευόταν και δεν γινόταν τόση φασαρία, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Θα κέρδιζε κάμποσες ώρες παραπάνω διακοπών.
Αλλά δεν πιστεύω ότι αν μπορούσε να δει το μέλλον και έβλεπε τις συνέπειες τις επιλογής του θα το έκανε.
Και ορθά, ορθότατα, ζήτησε την παραίτηση του υπουργός Οικονομικών.
Δεν παρακολούθησα τη δουλειά που έγινε στο ΤΑΙΠΕΔ (αλίμονο) για να πω αν ο κ. Σταυρίδης ήταν πετυχημένος Πρόεδρος ή όχι. Και άλλωστε σε λίγες μέρες ποιος θα θυμάται το συμβάν;
Να μην αρχίσω τώρα τα γνωστά «Η γυναίκα του Καίσαρα μπλα μπλα», όμως το γεγονός ότι ο κ. Σταυρίδης επέμεινε να υποστηρίζει την ορθότητα της απόφασής του με επιχειρήματα του τύπου «Ήμουν Πρόεδρος της Λέσχης Επιχειρηματικότητας, έχω εγκάρδιες σχέσεις με όλους αυτούς τους επιχειρηματίες» δείχνει, σε εμένα τουλάχιστον, έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα όρια του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.
Και ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι Πρόεδρος ενός Δημόσιου Οργανισμού.

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Μην ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη χώρα σου (ή αλλιώς η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, οι τιμές και οι αποδείξεις)


Δεν μπορεί, θα έχετε ακούσει τη φράση του Τζων Κέννεντυ περί χώρας/πατρίδας. Οι Αμερικανοί δεν είναι και τόσο «Αμερικανάκια» νομίζω τελικά (πως θα μπορούσαν να είναι πλανητάρχες αν ήταν;). Μιας που το ανέφερα έχω τη δική μου ιδέα για τους Αμερικανούς: πιστεύω ότι ο μέσος όρος τους (προσοχή, μιλάω για μ.ο.) έχει χαμηλότερο επίπεδο, κουλτούρα να το πούμε απλά, από τους ανθρώπους στην Ευρώπη.
Π.χ. ο μέσος Αμερικάνος αγρότης των μεσοδυτικών ας πούμε πολιτειών (καταλαβαίνετε, αυτοί με τα χιλιάδες στρέμματα καλαμπόκι και σιτάρι, που πάνε κάθε βράδυ σ’ ένα μπαρ της πόλης τους για μπύρες) έχει χαμηλότερο επίπεδο από τον μέσο Έλληνα αγρότη, ιδίως τον μέσο νέο Έλληνα αγρότη. Αλλά υπάρχουν μερικοί άνθρωποι στις Η.Π.Α. (και αυτοί κατοικούν κυρίως σε μητροπόλεις σαν τη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, τη Βοστόνη κ.λπ.) που αποτελούν πράγματι την ατμομηχανή του κόσμου, όχι μόνο των Η.Π.Α. (έχω στο νου μου τον συχωρεμένο τον Στηβ Τζομπς, από τους ιδρυτές της Apple), κλείνει η παρένθεση.
Ο Κέννεντυ χρησιμοποιώντας τότε εκείνες τις λέξεις, ήθελε να περάσει το μήνυμα πως οι πολίτες είναι που κάνουν μεγάλη μια χώρα.
Και αν το καλοσκεφτεί κάποιος έτσι είναι, οι Κυβερνήσεις έρχονται, αλλάζουν και παρέρχονται. Άλλωστε τι είναι οι πολιτικοί μιας χώρας; Σάρκα εκ της σαρκός του λαού της και ας τους κατηγορούμε πάντα ότι δεν στέκονται στο ύψος τους…
Για να έρθουμε στο δια ταύτα τώρα, ο ΦΠΑ στην εστίαση μειώθηκε από το 23% στο 13% από την 1η Αυγούστου, θα το ξέρετε.
Η μείωση είναι πιλοτική έως τις 31 Δεκεμβρίου και τότε θα αξιολογηθούν οι επιπτώσεις για να δούμε αν η μείωση θα εξακολουθήσει να ισχύει ή όχι.
Το θέμα είχε γίνει μια ιδιότυπη σημαία της Κυβέρνησης (από τη εποχή της τρικομματικής ακόμα) που θα έδειχνε σε συμβολικό επίπεδο την πρόοδο του ελληνικού οικονομικού προγράμματος («Ορίστε, ματώσαμε αλλά επιτέλους αρχίζουμε να δρέπουμε κάποιους καρπούς των θυσιών μας»), την οποία σημαία ανεμίζαμε σε κάθε συνάντηση εκπροσώπων της Κυβέρνησης και της Τρόικας.
Η οποία Τρόικα είχε τις επιφυλάξεις της για τη μείωση του ΦΠΑ «Θα υπάρξει απόκλιση στα έσοδα. Έρευνες έδειξαν έτσι, έδειξαν αλλιώς… μπλα μπλα».
Αλλά και τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης είχαν, φαινομενικά, βάση. «Οι τιμές θα πέσουν, η κατανάλωση θα αυξηθεί, συνεπώς θα αυξηθεί και ο τζίρος, ο κύκλος της οικονομίας, άρα και τα έσοδα απ’ τη φορολόγηση μεγαλύτερου τζίρου».
Μπορεί ο φόρος να ήταν 13 αντί 23% αλλά το προς φορολόγηση προϊόν θα ήταν μεγαλύτερο με την πτώση των τιμών και την αύξηση της κατανάλωσης υπολόγιζαν στην Κυβέρνηση.
- Μα θα πέσουν οι τιμές; Να επιμένει η Τρόικα.
- Θα πέσουν, να λέει η κυβέρνηση.
- Ε, ας μειώσουμε τον ΦΠΑ στο 13% πειραματικά ως τις 31/12 και βλέπουμε, συμφώνησε στο τέλος η Τρόικα.
Το ελληνικό επιχείρημα βέβαια ήταν βάσιμο, πολύ περισσότερο που μιλάμε για έναν κλάδο του τουρισμού και με 23% ΦΠΑ δεν μπορείς να ανταγωνιστείς άλλες χώρες-τουριστικούς προορισμούς με πολύ χαμηλότερο ΦΠΑ.
Όσο όμως λογικό και αν φαινόταν το επιχείρημα προϋπέθετε δύο πράγματα: ότι οι τιμές θα πέσουν και άρα θα αυξηθεί η κατανάλωση και οι επαγγελματίες της εστίασης δεν θα απέκρυπταν εισοδήματα προ φορολόγηση, κοινώς θα έκοβαν αποδείξεις.
Εγώ δεν είμαι μηδενιστής να πω ότι η κρατική μηχανή είναι ανίκανη, ξεχαρβαλωμένη κ.λπ. κ.λπ. αλλά, πώς να το κάνουμε, δεν έχουμε και την αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση του κόσμου για να επιβάλλει τις δύο αυτές προϋποθέσεις
Οπότε, όπως και η τήρηση του Συντάγματος, η επιτυχία ή όχι του μέτρου της μείωσης του ΦΠΑ στην εστίαση επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
Η σούμα βέβαια θα γίνει στο τέλος του χρόνου αλλά ήδη διαβάζω ότι οι προσδοκίες της Κυβέρνησης για πτώση των τιμών δε φαίνεται να δικαιώνονται. Και αν δεν αυξηθεί ο τζίρος είναι βέβαιο ότι η σούμα θα γράψει μεγάλη μείωση των κρατικών εσόδων από την πτώση του ΦΠΑ κατά 10 μονάδες.
Και τι θα απαντήσουμε τότε στην Τρόικα που θα μας πει «Να εμείς σας δώσαμε την ευκαιρία και τι έγινε;».

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Τα πανηγύρια του καλοκαιριού



Μου άρεσαν πολύ (και υποθέτω ακόμα μ’ αρέσουν) τα καλοκαιρινά βράδια σε κάποια πλατεία ενός χωριού, με πολλά φώτα, με τις σκιές των δέντρων ολόγυρα, με καπνό από τις φωτιές και την τσίκνα από τα ψητά να πλανιέται στον αέρα, κόσμο να πάει, να έρχεται και να κάθεται σε κείνες τις «πανηγυριώτικες» καρέκλες με τα πλαστικά σκοινιά και τα «πανηγυριώτικα» τραπέζια, παιδιά να τρώνε μαλλί της γριάς και σουβλάκια. Μου άρεσε η κρύα μπύρα και το ψητό αρνί στη λαδόκολλα ή στα «πανηγυριώτικα» (έχει την τιμητική της η λέξη) πλαστικά πιατάκια.
Με λίγα λόγια καταλάβατε, υποθέτω, ότι μου άρεσαν τα καλοκαιρινά πανηγύρια των χωριών.
Δεν μου άρεσαν τα κλαρίνα και ο χορός καθόλου αλλά έχω μια θεωρία: αν κάνεις κάτι που σ’ αρέσει και το νιώθεις, το αποτέλεσμα είναι ωραίο και αυτό φαίνεται. Γι’ αυτό μπορεί να μην μου άρεσε καθόλου να χορεύω αλλά μου άρεσε να βλέπω αυτούς που το αισθάνονται να χορεύουν. Αν πάλι κάνεις κάτι που δεν το νιώθεις, το αποτέλεσμα είναι γελοίο και αυτό πάλι φαίνεται (ή αισθάνεσαι ότι φαίνεται, που στην ουσία είναι το ίδιο).
Τα πανηγύρια του καλοκαιριού στα χωριά της Ελλάδας είναι κάτι το μοναδικό και δεν συμβαίνει πουθενά σε άλλη χώρα με αυτόν τον τρόπο.
Στις μέρες μας πραγματικά πανηγύρια εξακολουθούν να γίνονται στα ορεινά χωριά, των οποίων οι κάτοικοι ζουν αλλού και τα επισκέπτονται μόνο για κάμποσες μέρες κάθε καλοκαίρι. Πανηγύρια γίνονται το καλοκαίρι και στα νησιά αλλά εκεί φαντάζομαι πιο «φολκλόρ» αφού συμμετέχουν σ’ αυτά και πολλοί ξένοι, άνθρωποι που δεν κατάγονται απ’ το νησί αλλά έτυχε να παραθερίζουν εκεί.
Ενώ στα χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας, κυρίως στα ορεινά, υπάρχει αυτός ο συνδυασμός γνήσιας παράδοσης, φολκλόρ και «ξενόφερτου» κεφιού, από ανθρώπους που μπορεί να μην μεγάλωσαν στο χωριό, που μπορεί να μην έχουν δει τους συγχωριανούς τους να μεγαλώνουν, να κάνουν οικογένειες και να γερνάνε, αλλά έχουν πολύ έντονη τη συνείδηση της κοινότητας με τους άλλους συμμετέχοντες και με τον τόπο, του ότι ανήκουν «εκεί», άσχετα αν μεγάλωσαν και έζησαν αλλού.
Γι’ αυτό θα ακούσετε ανθρώπους να λένε «είμαι απ’ την Κρανιά», «είμαι απ’ το Γαρδίκι» ή «είμαι απ’ τη Βλάστη», άσχετα αν έζησαν όλη τους τη ζωή στα Τρίκαλα, στην Κοζάνη ή στην Αθήνα και μόνο μερικές μέρες στα χωριά τους.
Ακριβώς γι’ αυτό τα πανηγύρια δίνουν στους συμμετέχοντες μια ικανοποίηση και μια επιβεβαίωση ότι συμμετέχουν σε μια κοινότητα ανθρώπων. Είναι και αυτό μια ανθρώπινη ανάγκη: το να αισθάνεσαι ότι ανήκεις κάπου.
Και από την άποψη αυτή το κάθε πανηγύρι δίνει την αίσθηση μιας παράδοσης που γιορτάζεται όχι γιατί «έτσι πρέπει» ή γιατί έτσι γίνεται κάθε χρόνο αλλά γιατί οι συμμετέχοντες έχουν τη διάθεση να γιορτάσουν αφού γιορτάζει ο τόπος τους.
Όλα τα χωριά γιορτάζουν τη μέρα κάποιου αγίου, συνήθως του πολιούχου του χωριού ή της ενορίας και τα κυριότερα πανηγύρια του καλοκαιριού είναι των Αγίων Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία, της Αγίας Παρασκευής και φυσικά το «Πάσχα του Καλοκαιριού», της Παναγίας, τον Δεκαπενταύγουστο.
Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί τα χωριά πανηγυρίζουν σε γιορτές αγίων και όχι σε κάποια άλλη ημερομηνία;
Δεν είναι κάτι το αυτονόητο και ας φαίνεται έτσι. Εγώ δεν ξέρω, ερώτηση κάνω.
Κατέληξα πάντως ότι ο λαός μας είναι πολύ προσκολλημένος στη θρησκεία του. Να, π.χ. πίστευα ότι οι Καθολικοί είναι περισσότερο προσκολλημένοι στη θρησκεία από εμάς τους Ορθόδοξους αλλά μάλλον δεν είναι έτσι. Δεν λέω ότι είναι καλό ή κακό. Απλά πιστεύω ότι ο ελληνικός λαός είναι γενικά πιο προσκολλημένος στη θρησκεία του.
Βλέπω κάτι εικόνες στην τηλεόραση κάθε Πάσχα από τις Φιλιππίνες για την αναπαράσταση της Σταύρωσης… Πάντως εγώ μιλάω για τον μέσο όρο και όχι για κάποιες «ακραίες» περιπτώσεις.
Μιλούσα πριν από χρόνια με μία Καθολική και της φάνηκε πολύ περίεργο που η εκκλησία μας δεν επιτρέπει τον γάμο ανάμεσα σε «πνευματικά» αδέλφια. Μα, μου, να μην μπορεί με τίποτα να το καταλάβει.
Εγώ γενικά δεν είμαι του «πίστευε και μη ερεύνα» αλλά τι να ερευνήσεις εδώ; Φυσικά τα πνευματικά αδέλφια δεν «έχουν ίδιο αίμα» οπότε από βιολογική άποψη δεν υπάρχει πρόβλημα αν παντρευτούν.
Αφού όμως δεν το επιτρέπει η θρησκεία μας; Αν το πάρουμε έτσι η ανθρώπινη κοινωνία στηρίζεται σε «συμβάσεις», νόμοι λέγονται, έθιμα λέγονται, αδιάφορο. Αλίμονο αν αρχίσουμε να τις αμφισβητούμε. Αφήστε που ο καθένας θα καταλήγει σε διαφορετικό συμπέρασμα για το τι είναι σωστό και τι όχι. Τι θα κάνουμε στην περίπτωση αυτή;
Ήθελα να γράψω για τα πανηγύρια του καλοκαιριού και λοξοδρόμησα. Όσοι από σας μπορούν, να μην χάσουν την ευκαιρία να πάνε σε κάποιο χωριό που πανηγυρίζει. Όσο και αν λέμε ότι «πάνε αυτά τώρα, ξέφτισαν», εγώ πιστεύω ότι μόνο στα πανηγύρια που γίνονται ακόμα, και όχι αλλού π.χ. σε κάποια κέντρα διασκέδασης, μπορούν να βρεθούν κάποια ίχνη παράδοσης και αυθεντικού κεφιού.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Ο λοχαγός Diego Alatriste (μέρος 2ο)



Πάντα η ίδια διαδικασία κάθε απόγευμα που σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι.
Πατάω το CD-player και ο Serrat αρχίζει. «Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος, τον δρόμο τον κάνουμε εμείς περπατώντας…».
Τώρα πια όλα είναι δύσκολα ακόμα και αυτός ο απογευματινός καφές να ετοιμαστεί. Τι να κάνουμε; Έπεσαν όλα μαζί. Η κρίση που μας χτύπησε στο πορτοφόλι και στη διάθεση, τα προβλήματα υγείας και άλλα πολλά.
«Και οι καημένοι οι στρατιώτες μας όταν γύριζαν στην πατρίδα και δεν θάβονταν όπως όπως στη Φλάνδρα, στην Αμερική, στις Φιλιππίνες ή όπου αλλού, μαζεύονταν στις εκκλησίες, πολλοί απ’ αυτούς σακατεμένοι, δείχνοντας στον κόσμο τα πιστοποιητικά αποστρατείας και τις πληγές τους ζητιανεύοντας.
Εξακολουθούσαν όμως να μας φοβούνται. Και στο άκουσμα των τυμπάνων των ταγμάτων μας πάγωνε ο κόσμος όλος σαν να αντηχούσε ο ίδιος ο εξαποδώ».
Ακόμα και τώρα ονόματα όπως Σωκράτης, Πλάτωνας, Πυθαγόρας, Αριστοτέλης λέγονται με δέος.
Δεν είμαι εθνικιστής, κάθε άλλο, αλλά το λέω συχνά: η Ελλάδα δεν είναι οποιαδήποτε χώρα.
Το ένιωσα αυτό όταν πριν από χρόνια στο Μεξικό με κάλεσαν και έδωσα μια διάλεξη σε ένα σχολείο μόνο και μόνο επειδή ήμουν Έλληνας.
Το ένιωσα πολλές φορές στο εξωτερικό όταν μιλούσα για την Αρχαία Ελλάδα και ο κόσμος μαζεύονταν γύρω μου για ν’ ακούσει.
Νόμιζα ότι είναι υπερβολή αλλά το όνειρο πολλών ανθρώπων έξω είναι ν’ ανέβουν μια μέρα στην Ακρόπολη. Και γνώρισα πολλούς που το έκαναν και το θυμόνταν σαν το μεγαλύτερο πράγμα που έκαναν στη ζωή τους.
Πως φτάσαμε εδώ; Ο νεαρός ακόλουθος του Diego Alatriste θα πει γιατί όλα αυτά. «Ένας βασιλιάς με καλές προθέσεις αλλά ανίκανος, μια αριστοκρατία στείρα και ένας κλήρος ανόητος και φανατικός, μας οδηγούσαν στην άβυσσο και στη φτώχεια γι’ αυτό και προτιμούσαμε να αναζητήσουμε την εύνοια της τύχης, να πολεμήσουμε στη Φλάνδρα ή να κατακτήσουμε την Αμερική… Τα εργαστήρια μας έκλεισαν, η γη μας ερήμωσε και η Ισπανία φτώχυνε. Και καταλήξαμε να γίνουμε μια λεγεώνα τυχοδιωκτών, έπειτα ένα έθνος ευγενών-επαιτών και τελικά ένας όχλος επονείδιστων Σάντσο Πάντσα».
Αλλά πρέπει να τα καταφέρουμε.
Για να είναι και τα παιδιά μας περήφανα που έχουν μια καλή πατρίδα και να ακούν τους άλλους να μιλάνε με δέος για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Πυθαγόρα, τον Αριστοτέλη, τον Λεωνίδα, τον Μέγα Αλέξανδρο και όλους τους άλλους.
Τώρα πια πάω πολύ νωρίς για ύπνο.
Το βιβλίο και η καρτούλα της Αντρεούλας είναι εκεί, πάνω στο κομοδίνο. Καληνύχτα ψυχούλα μου. Και γω σ’ αγαπάω.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Ο λοχαγός Diego Alatriste (μέρος 1ο)



Η ζέστη με ενοχλεί πολύ, περισσότερο από το κρύο τελικά.
Τώρα με το πρόβλημα υγείας που έχω ιδρώνω με την πιο μικρή προσπάθεια. Το μάτι που έχω κάθε φορά καλυμμένο εξαιτίας της διπλωπίας είναι μονίμως μουσκεμένο απ’ την ιδρωμένη γάζα και αυτό με κάνει κακόκεφο. Μόνο όταν είμαι στο κρεβάτι, με κλειστά τα μάτια, αισθάνομαι καλά.
Γι’ αυτό και όταν σηκώνομαι το απόγευμα αισθάνομαι ότι ξαναρχίζει ο Γολγοθάς μου. Η Αντρεούλα, λες και το καταλαβαίνει, μου δίνει κουράγιο μέσα απ’ την καρτούλα που μου έστειλε για το γενέθλιά μου και έχω πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι μου. Felicidades papá! Te amo.
Η καρτούλα της Αντρεούλας είναι πάνω στο βιβλίο που διαβάζω το βράδυ πριν κοιμηθώ όταν η μέρα, πάντα δύσκολη, τελειώνει.
Είναι «Ο Ήλιος της Μπρέντα» ένα βιβλίο του Ισπανού συγγραφέα Arturo Pérez-Reverte, το τρίτο της σειράς με πρωταγωνιστή τον λοχαγό Diego Alatriste. Το πρωτοδιάβασα πριν από κάμποσα χρόνια και το ξαναδιαβάζω τώρα γιατί, εκτός του ότι μου αρέσει πολύ ο συγγραφέας, βρίσκω παραλληλισμούς με την Ελλάδα του σήμερα που με συγκινούν.
Ο Diego Alatriste y Tenorio δεν ήταν λοχαγός, έτσι τον έλεγαν από σεβασμό οι σύντροφοί του. Ήταν στρατιώτης στο τάγμα της Καρθαγένης που πολέμησε στη Φλάνδρα στις αρχές του 17ου αι. σε μία εποχή «που η Ισπανία είχε ξεμείνει από μαραβέδι, ο κόσμος όλος όμως εξακολουθούσε να την φοβάται χάρη σε άνδρες σαν τον Αλατρίστε».
«Δεν ήταν ο πιο τίμιος ή ο πιο θεοσεβούμενος άνθρωπος, ήταν όμως γενναίος άντρας...».
Ήταν ένα είδος Δον Κιχώτη αλλά αυτός δεν έβλεπε μύλους-γίγαντες με τους οποίους έπρεπε να αναμετρηθεί. Έβλεπε όμως, μόνο αυτός, ιδανικά και είχε πίστη σ’ αυτά. Πίστευε στην πατρίδα του, στους συντρόφους του στη μάχη και πάνω απ’ όλα πίστευε στον βασιλιά του.
Γι’ αυτόν πολεμούσε και γι’ αυτόν θα έδινε και τη ζωή του και ας ζούσε αυτός μακριά, στην αυλή της Μαδρίτης, μέσα στην πολυτέλεια, και ας είχε διαλύσει την αυτοκρατορία του και ας είχε εξαθλιώσει τους υπηκόους του.
Και σιγά σιγά έδυε ο ήλιος και ας έλεγαν την Ισπανία τότε Η Αυτοκρατορία όπου ο ήλιος δεν δύει ποτέ.
«Και όταν τελικά έδυσε ο ήλιος που είχε φωτίσει την Τενοτστιτλάν, την Παβία, το Σαν Κιντίν, τη Ναύπακτο και τη Μπρέντα, το δείλι βάφτηκε κόκκινο από το αίμα μας, αλλά και το αίμα των εχθρών μας…».
Και αν αλλάξετε την Τενοτστιτλάν, την Παβία, το Σαν Κιντίν και τις άλλες πόλεις με τον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες και τη Σαλαμίνα θα καταλάβετε γιατί αξίζει να παλέψουμε γι’ αυτήν τη χώρα που κάποτε ήταν πολύ μεγάλη αλλά και τώρα ακόμα δεν είναι μικρή.
Gracias Grecia λένε και τώρα εκείνοι οι μαθητές απ’ τη Μούρθια που, μαζί με τους καθηγητές τους, έκαναν ένα βίντεο για να θυμίσουν σε όλο τον κόσμο τι χρωστάει στην Ελλάδα.
Ο καθηγητής Ξενοφώντας Ζολώτας είχε εκφωνήσει δύο λόγους στην Ουάσιγκτον, οι οποίοι έμειναν μνημειώδεις γιατί αν και υποτίθεται ότι η γλώσσα των λόγων ήταν η αγγλική, στην ουσία, με την αφαίρεση λίγων συνδέσμων, άρθρων και προθέσεων, η γλώσσα ήταν η ελληνική.
Gracias Grecia. Gracias por el alfabeto, por las matemáticas, por la historia, por la dialéctica, por la geografíaκαι για χιλιάδες άλλα πράγματα λένε οι μαθητές και οι καθηγητές απ’ τη Μούρθια στη γλώσσα τους που όμως και εμείς καταλαβαίνουμε.
Συνεχίζεται…