Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Η Μυτιλήνη που γνώρισα (μέρος 2ο)

Η Μυτιλήνη που γνώρισα, περισσότερο από μέρη ήταν οι άνθρωποι. Και στην προκειμένη περίπτωση ήταν οι συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο, γιατί δεν πολυκάναμε παρέα με άλλα άτομα εκτός πανεπιστημίου.
Η Μυτιλήνη ήταν μεγαλούτσικη πόλη, δηλαδή μικρή ήταν αλλά όχι τόσο μικρή όσο πιθανώς φαντάζονται μερικοί.
Είχε καμιά 30ριά χιλιάδες κατοίκους αλλά ήταν πολύ απλωμένη και αυτό έκανε τις μετακινήσεις με τα πόδια πρόβλημα. Τον πρώτο χρόνο, γιατί μετά εγώ και πολλοί άλλοι, είχαμε μηχανάκια για τις μετακινήσεις μας. Εγώ είχα ένα κόκκινο παπάκι, που με τον καιρό είχε γίνει θρυλικό. Ακόμα ζει και κινείται!
Έμενα σε τρία σπίτια σ’ εκείνη τη μυθική 4ετία 1989-93, αλλά εκείνο που πάντα θα θυμάμαι ως σπίτι μου στη Μυτιλήνη ήταν ένα στούντιο στη Γερμανού Καραβαγγέλη 17  στην Πάνω Σκάλα.
Το σπίτι ήταν ένα μικρό διώροφο με δύο στούντιο κάτω και δύο πάνω (εγώ έμενα στο πάνω αριστερό). Τα στούντιο αυτά ήταν για φοιτητές αλλά υπό τον όρο ότι θα τα αφήναμε τον Ιούνη, με το που τελείωνε η εξεταστική για να νοικιαστούν σε τουρίστες, με 3.000 δραχμές τη βραδιά (εγώ πλήρωνα 17.000 δρχ τον μήνα).
Κατέληξα ότι τελικά τα πάω πολύ καλά με τα νούμερα αφού θυμάμαι πολλές τιμές από την εποχή εκείνη, πολλές από τις οποίες θα αναφέρω παρακάτω.
Το σπίτι αυτό ήταν λοιπόν στην Πάνω Σκάλα, στην παλιά Μυτιλήνη. Εγώ πήγαινα στην πιάτσα (που για μας ήταν η προκυμαία) απ’ την Ερμού, τον εμπορικό δρόμο της Μυτιλήνης.
Η Ερμού, και ας με συγχωρήσουν οι Μυτιληνιοί, ήταν σαν «τούρκικος μαχαλάς» ή μάλλον σαν την εικόνα που έχουμε στο μυαλό μας γι’ αυτόν γιατί πάω στοίχημα πως λίγοι από μας έχουν δει τούρκικο μαχαλά.
Για να πάω στο σπίτι μου λοιπόν, έπαιρνα την Ερμού, έστριβα αριστερά για τον Άγιο Συμεών (αλλά πριν στρίψω αγόραζα συνήθως από ένα μπακάλικο πάνω στην Ερμού ένα γαλακτομπούρεκο και από ένα μανάβικο, ακριβώς πριν στρίψω, μια μπανάνα – 90 δρχ έκανε η μπανάνα, πανάκριβη!), έβγαινα στο πάρκο του Άγιου Ευδόκιμου και ανηφόριζα τη Γερμανού Καραβαγγέλη (συμπτωματικά έμαθα για τον Γερμανό Καραβαγγέλη στη σχολή σ’ ένα μάθημα ιστορίας αλλά δεν θυμάμαι πως λεγόταν το μάθημα) ως το 17.
Και επειδή, όπως έγραψα και παραπάνω, η Μυτιλήνη που γνώρισα ήταν κυρίως άνθρωποι, πολύ κοντά σε μένα έμεναν η Χριστίνα και η Ελένη απ’ το Ηράκλειο.
Η Χριστίνα ήταν ο λόγος που ο (μετά το 2ο έτος) φίλος μου Σπύρος (το 1ο ήταν πολύ απασχολημένος για να έχει φίλους) είχε κάνει τη Μυτιλήνη «ένα τρανό χουριό», όπως λέει και το σχετικό δημοτικό άσμα, αφού είχε εκμηδενίσει τις αποστάσεις στην πόλη μιας και αυτός έμενε στην άλλη άκρη της.
Μέσα στα στενάκια της γειτονιάς μου (που ποτέ δεν έμαθα εντελώς) έμενε η Γιώτα και η Πόπη και λίγο παρακάτω «στη φωλιά» ή αλλιώς στα ενοικιαζόμενα του Κόρακα, έμεναν ουκ ολίγοι συμφοιτητές μας: ο Πούλιος με τον Γιάννη τον Μήτρου, η Πόπη, ο Χρήστος ο Τσαρδακάς, εκ Μελλησάτικων Νέας Ιωνίας Βόλου ορμώμενος  κ.α.
Συχνά οι ανωτέρω καλούνταν και «Άθλιοι της Βίκτωρος Ουγκώ» γιατί τα ενοικιαζόμενα του Κόρακα ήταν πάνω στον ομώνυμο δρόμο.
Ο Πούλιος ήταν ειδική και αμφιλεγόμενη περίπτωση αλλά και ο καλύτερός μου φίλος.
Την ακαδημαϊκή του καριέρα δεν θα την έλεγες και λαμπρή αλλά στο ηλεκτρονικό ποδοσφαιράκι, στο τάβλι, στο πόκερ (θα μιλήσω εκτενέστερα γι’ αυτό άλλη μέρα) και στη δηλωτή ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχος.
Ειδικά στο ηλεκτρονικό ποδοσφαιράκι ήταν ο μόνιμος αντίπαλος μου στα ηλεκτρονικά του ΕΠΡΕΠΕ (κυρίως του κάτω, της προκυμαίας, γιατί με το πάνω, της Ηλία Βενέζη, δεν ταυτίστηκα ποτέ) και με εκνεύριζε με το μονότονο παιχνίδι του ενώ εγώ έπαιζα με φαντασία και εμπνεύσεις. Εν ολίγης 20άρικο το 20άρικο (αν θυμάμαι καλά) είχαμε ξοδέψει μια μικρή περιουσία στο ΕΠΡΕΠΕ.
Μάλιστα ήταν ο πρώτος (ναι, ο πρώτος) που είχε αγοράσει έγχρωμη τηλεόραση! Μια μικρή μεν, Philips 17αρα αν θυμάμαι καλά, αλλά με τηλεκοντρόλ δε!!!
Την είχε αγοράσει σε τιμή ευκαιρίας, υποτίθεται, 120.000 δρχ (ούτε και αυτό το θυμάμαι καλά όμως και μπορεί να διορθώσει αν θέλει) από ένα στρατιωτικό πρατήριο.
Το να έχεις, έστω και ασπρόμαυρη, τηλεόραση ήταν τότε ένα προνόμιο και οι καλοί τρόποι επέβαλαν να καλείς στο σπίτι σου, τουλάχιστον στους ποδοσφαιρικούς, αλλά και μπασκετικούς, αγώνες, τους συμφοιτητές που δεν είχαν.
Εγώ είχα μεν μία 14αρα ασπρόμαυρη, μάρκας «μ’ έκαψες» (40.000 δρχ την είχα αγοράσει όμως!), αλλά δεν είχα ραδιοκασετόφωνο (CD-players δεν υπήρχαν τότε).
Ραδιοκασετόφωνο αγόρασα αργότερα του Σταύρου («φυσιολογικά πράγματα» που θα έλεγε και αυτός) και είχα γράψει μια κασέτα του Θέμη Αδαμαντίδη που άκουγα συνέχεια. Θυμάστε το «…Ρόδο Μύκονο και Τζια, στου ονείρου τα νησιά…»; Αυτό μ’ άρεσε!
Συνεχίζεται…

5 σχόλια:

  1. Πολύ σωστά, εύγε για το θυμητικό σου! Philips 17άρα, 120.000 δρχ. κι εγώ συμπληρώνω απλώς και μαύρη!!!.... Ερώτηση:"Ποιος την έσβηνε πολλά βράδυα????"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έλα τώρα, πολύ εύκολη ερώτηση. Εδώ θυμόμαστε άλλα κι άλλα. Ο Χρήστος ο Τσαρδακάς βέβαια. Έκλεινε την τηλεόραση, σε σκέπαζε και μετά κατέβαινε κάτω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τα περί "στούντιο" το σπίτι σου στην Γερμανού Καραβαγγέλη, δέν ισχύουν, φίλε μου!!! ήταν ένα σπιτάκι, καθώς πρέπει κατά τα άλλα, με τέσσερα ενοικιαζόμενα δωμάτια, που διέθεταν ενιαίο χώρο (κουζίνα, κρεβατοκάμαρα)& WC!!! επίσης είχατε το προνόμιο να επιδοτείστε προερχόμενοι από αγροτικές οικογένειες που δήλωναν εισόδημα με υπεύθυνη δήλωση του προέδρου της κοινότητας που ανήκαν!!! Εγώ και όσοι είχαν γονείς μισθοσυντήρητους - οι δικοί μου γονείς σπούδαζαν τρία (3) παιδιά ταυτόχρονα - δέν πήραμε ούτε δραχμή και εξοφλούσαμε τις σπουδές μας από το μισθό των γονιών μας!!! Έτσι βρεθήκατε με παπιά & έγχρωμες τηλεοράσεις και υψηλότερα ενοίκια (εγώ έδινα 16.000 δρχ. στον Καραγκιόζη & έπεσα στις 15.000 δρχ. στον μακαρίτη τον Τσακμακά)!!! Το 1ο έτος που είχαμε φοιτητικό εστιατόριο ξόδευα 55.000 δρχ. το μήνα και συνολικά οι σπουδές μου σύμφωνα με τα βιβλιάρια καταθέσεων, στα 4 χρόνια έφτασαν τα 3.138.000 δρχ. και σύμφωνα με υπολογισμούς μου από τα μετρητά που έπαιρνα όταν βρισκόμουν στο πατρικό μου σπίτι κυμάνθηκαν τελικά στα 4.000.000 δρχ. Αλλά αυτός που θα ξόδεψε τα λιγότερα από όλους μας ήταν ο Κώστα που είχα συγκάτοικο, ο οποίος θα ξόδεψε λιγότερο από 2.500.000 δρχ. Βέβαια από τότε απέκτησα γερά πόδια και ήμουν σκληραγωγημένος από το περπάτημα που είχα ρίξει και όχι μόνο το 1ο έτος, αλλά καθ' όλη την διάρκεια της διαμονής μου στην Μυτιλήνη!!! Η συνέχεια επί του πιεστηρίου....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Έλα τώρα παλιόφιλε, μην κλαίγεσαι. Ο σοφός Νομοθέτης είχε ήδη από τότε προβλέψει ότι οι αγρότες είναι μία ευάλωτη τάξη που όφειλε να υποστηριχθεί.
    Και αποδείχθηκε πόσο ευάλωτη είναι: κατά τη γνώμη μου είναι η τάξη των εργαζόμενων που επλήγη περισσότερο από την οικονομική κρίση.
    Στην Ελλάδα της ευμάρειας, που ήταν και η Ελλάδα της περιόδου που σπουδάσαμε, δεν ήταν μόνο οι αγρότες που ωφελούνταν από την (χωρίς πραγματικές βάσεις, όπως αποδείχθηκε) οικονομική άνθηση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Δεν θέλω να πω πόσο μεγάλη ήταν η διαφορά μας και στην κίνηση του χρήματος, δηλαδή της αγοραστικής μας δύναμης!!! Ψώνια για ρούχα ώς φοιτητής δέν έκανα παρά μόνο όταν πήρα τα λεφτά από την Απογραφή του 1991 και αγόρασα ένα λευκό τζιν LEVI'S 501 και το θυμάμαι ακόμα!!! Όλα μου τα χρήματα τα είχα κοστολογημένα και δέν ξόδευα ασύστολα!!! Ακόμα κι όταν έχασα από τον Πάρη στο πόκερ 3.000 δρχ. έμεινα μι βδομάδα με γάλα, μέλι και φρυγανιές για να αποσβέσω την απώλεια αυτή!!! Δέν είναι θέμα κλαψουρίσματος, αλλά μιά πραγματικότητα η δια ανισότητα αυτή!!! Δέν λέω ότι στερήθηκα τίποτε ώς φοιτητής αλλά δέν πήρα ούτε στεγαστικό επίδομα, ούτε κουπόνια για φαγητό καθ' όλη την διάρκεια των σπουδών μας!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή