Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Μηδένα προ του τέλους μακάριζε (μέρος 2ο)


Για τις επόμενες τρεις βδομάδες περίπου ήμουν σε κώμα, αλλά είχα και στιγμές που ήμουν ξύπνιος, αν και αρκετά από τα πράγματα που θυμάμαι δεν έγιναν ακριβώς έτσι.
Θυμάμαι π.χ. τα πεθερικά μου (που ήρθαν άρον άρον απ’ το Μεξικό, ανήμερα τα Χριστούγεννα), αλλά τους θυμάμαι μόνο μια φορά αν και έρχονταν στο νοσοκομείο κάθε μέρα.
Θυμάμαι τον κουνιάδο μου, που μένει στην Ισπανία, μια φορά και θυμάμαι ότι δεν μου έκανε εντύπωση που τον είδα, λες και τον έβλεπα κάθε μέρα.
Θυμάμαι τον Χατζησοφιά μια μέρα που ήρθε και ήταν επίσης εκεί τρεις γυναίκες συνάδελφοί μου. Μου είπε, θυμάμαι, ότι δεν είχε έρθει η ώρα μου ακόμα και ότι τη σκαπούλαρα και σκέφτηκα «Τι μου λέει ρε γαμώτο; Τόσο βαριά είμαι;».
Θυμάμαι τον Φραντζεσκάκη που είχε έρθει μ’ έναν κοινό μας φίλο, αλλά εδώ τα μπερδεύω λίγο. Θυμάμαι ότι πήγαμε περπατώντας στην αυλή του κέντρου αποκατάστασης, αλλά αποκλείεται να έγινε έτσι αφού δεν μπορούσα να περπατήσω. Μάλλον θα με πήγε σπρώχνοντας το καροτσάκι και εγώ φαντάστηκα ότι πήγαμε περπατώντας.
Θυμάμαι τον φίλο μου τον καφετζή που με επισκέφτηκε μια μέρα, αλλά και εδώ τα μπερδεύω. Ενώ θυμάμαι καλά πως μου είπε να μου φέρει μια εφημερίδα να διαβάσω τα ποδοσφαιρικά νέα (αυτό έγινε στ’ αλήθεια), φανταζόμουν πως ήμουν στο διάδρομο και όχι στον θάλαμο του νοσοκομείου. Επίσης μου είπε αργότερα ότι μόλις έφυγε είχα μια κρίση και τράνταζα το κρεβάτι ενώ εγώ δεν το θυμάμαι καθόλου αυτό.
Εκτός από αυτά που ήταν μισοαλήθεια, έβλεπα και άλλα πράγματα (πώς να τα πω; Όνειρα; Οράματα;) που ήταν φανταστικά πέρα για πέρα αν και ήταν τόσο αληθοφανή που για καιρό μετά πίστευα ότι έγιναν στην πραγματικότητα.
Έβλεπα π.χ. ότι είχα, λέει, έντεκα παιδιά (τα μεγαλύτερα είχαν όνομα, τα μικρότερα όχι) και μου τα ταχυδρόμησε η γυναίκα μου από το Μεξικό μέσα σ’ ένα κόκκινο κουτί. Κράτησα στο νοσοκομείο μερικά, έδωσα 3-4 στη γιαγιά μου στο χωριό και τα υπόλοιπα τα άφησα μέσα στο κουτί στο πατρικό μου. Με είχε πιάσει αγωνία λοιπόν μην πάθουν κάτι στο χωριό και ποιος να τα ταΐζει εκεί και είπα στον αδελφό μου («είπα» σχήμα λόγου αφού λόγω της τραχειοτομίας δεν μπορούσα να μιλήσω, του έγραψα να λέμε καλύτερα σε ένα πινακάκι που είχα) να πάει να ψάξει στο σπίτι στο χωριό και αν βρει ένα κόκκινο κουτί να μου το φέρει. «Τι έχει μέσα το κουτί;» με ρώτησε «Μπα, τίποτα. Αλλά μην το ανοίξεις, μόνο να το φέρεις εδώ» του είπα (έγραψα). «Που να πιστέψει αν του πω ότι έχει παιδιά μέσα» σκέφτηκα. Έψαξε λοιπόν στο σπίτι ο άνθρωπος αλλά φυσικά κόκκινο κουτί δεν βρήκε…
Και άλλα, και άλλα, που θέλω ολόκληρο βιβλίο να τα γράψω.
Αλλά το χειρότερο (ίσως) ήρθε μετά. Στην εντατική κόλλησα κάτι θανατηφόρα μικρόβια και άρχισα να κάνω πολύ ψηλούς πυρετούς. Μιλάμε για 41 βαθμούς και βάλε! Τυραννήθηκα 2-3 μήνες έτσι (ακόμα δεν ξέρω πόσο ακριβώς) ώσπου οι γιατροί το διέγνωσαν: «Σηψαιμία. Δεν την βγάζει».
Στη Βικιπαίδεια λέει πως το ποσοστό των ασθενών που εγκαταλείπουν τα εγκόσμια από τη σήψη κυμαίνεται από 20% έως 80%.
Στο χωριό βγήκε μια φήμη ότι πέθανα. Ναι, αλήθεια.
Ο διευθυντής του κέντρου αποκατάστασης που ήμουνα κάλεσε τη μάνα μου να της ανακοινώσει το αναμενόμενο και μόλις έμαθε ότι η γυναίκα μου ήταν έγκυος, για να την παρηγορήσει της είπε ότι τουλάχιστον θα έχει το εγγονάκι για να με θυμάται! Επίσης γεγονός.
Ένα από τα πράγματα που μου δίδαξε η περιπέτειά μου (στον επίλογο θα πω και μερικά άλλα) είναι ότι τελικά είναι πολύ εύκολο να πεθάνεις και τυγχάνει να μπορεί ανά πάσα στιγμή να συμβεί στον καθένα. Αυτό το «στον καθένα» όλο το λέμε αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Το ξέρω γιατί έτσι έλεγα και εγώ αλλά μέσα μου πίστευα ότι αυτά είναι τους άλλους. Ώσπου ήρθε η 13η/12/2009, το πρωί της οποίας ήμουνα υγιέστατος και το βράδυ τσεκάριζα εισιτήρια, διαβατήρια κ.λπ. για τον άλλο κόσμο.
Παρεμπιπτόντως ξέρετε ότι έχουμε 2.000 περισσότερες πιθανότητες να έχουμε αύριο το πρωί ένα σοβαρό ατύχημα με το αυτοκίνητο από το να κερδίσουμε το ΛΟΤΤΟ; Και όμως το να κερδίσουμε το ΛΟΤΤΟ το ονειρευόμαστε και το θεωρούμε πιθανό αλλά το άλλο ούτε που σκεφτόμαστε ότι μπορεί να γίνει (από συνήθεια το λέμε μερικές φορές).
Μια από τις πιο τρομακτικές εμπειρίες ήταν όταν μου καθάριζαν τα φλέματα, «αναρρόφηση» το έλεγαν. Μου βύθιζαν ένα σωληνάκι στην τρύπα που είχα στο λαιμό και τα τραβούσαν έξω. Εγώ ασφυκτιούσα και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα και η αγωνία μου ήταν μην ξεχαστεί η νοσοκόμα και πνιγώ. Γι’ αυτό έπιανα το χέρι της μάνας μου (ακόμα δεν το ξέρει αυτό) ώστε σε περίπτωση που με ξεχνούσαν (μην χαμογελάτε γιατί ήταν τραγικό) να χτυπιόμουν και να το καταλάβαιναν. Παρεμπιπτόντως τη φορά που η μάνα μου πήγε στο γραφείο του διευθυντή, τα φλέματα με «έπνιξαν» και ένας γιατρός με επανάφερε στο τσακ.
(η συνέχεια και το τέλος αύριο)

3 σχόλια:

  1. Φίλε μου το νούμερο 11 είναι υπαρκτό, έχεις στο προφίλ σου στο facebook ένδεκα φίλους απο τον 11ο του 2008 έως τον 10ο του 2009 που χειριζόσουν την σελίδα σου!!! Σημαδιακό νούμερο για σένα το ένδεκα (11)!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Οι ένδεκα φίλοι σου όπως είναι δημοσιευμένοι στο προφίλ σου :
    Σπύρος Μεγαπάνος
    Vaggelis Dodoros
    Giorgos Polymeris
    Vasilis Preventis
    John Mitrou
    Lambrini Raikou
    Nikos Lychos
    Polimeris Poulios
    Popi Konstanti
    Pelagia Arambogl

    ΑπάντησηΔιαγραφή